- disagreement
-
- sharp disagreement
- παροξυσμός
- disappoint
-
- καταισχύνω
- στερέω
- ψεύδομαι
- to be disappointed in (something)
- διασφάλλω
- disarray
-
- bring into disarray
- συνταράσσω
- disciple
-
- μαθητής
- ὁμιλητής
- co-disciple
- συμμαθητής
- become a disciple
- μαθητεύω
- fellow disciple
- συνδιδασκαλίτης
- female disciple
- μαθήτρια
- to be a disciple
- μαθητεύω
- make a disciple of
- μαθητεύω
- discipleship
-
- discipleship with Christ
- χριστομαθία
- disciplinary
-
- disciplinary correction
- παιδεία
- discipline
-
- ἐλέγχω
- νουθέτημα
- σωφρονισμός
- discipline (with punishment)
- παιδεύω
- divine discipline
- ὅσιος
- good discipline
- εὐταξία
- holy discipline
- ὅσιος
- lack of discipline
- ἀταξία
- practice discipline
- παιδεύω
- Also see undisciplined
- discourage
-
- ὀλιγόψυχος
- to be discouraged
- ἀνατρέπω
- ἀθυμέω
- ἐκκακέω
- μαλακίζω
- ὀλιγοψυχέω
- συστέλλω
- discover
-
- ἀναφαίνω
- ἀνευρίσκω
- εὑρίσκω
- ἐξευρίσκω
- φωράω
- καταγινώσκω
- ὑποδείκνυμι
- ὑποδεικνύω
- discover and reveal
- καταδεικνύω
- to be discovered
- φωράω
- discovering
- ἀποκάλυψις
- discreetly
-
- εὐλαβῶς
- νουνεχῶς
- Also see indiscreetly
- discrimination
-
- διαστολή
- πρόκριμα
- Also see indiscriminate
- discuss
-
- διαλαλέω
- διαλέγω
- διελέγχω
- ἐπιζητέω
- συλλογίζομαι
- συζητέω
- discuss thoroughly
- διαβουλεύω
- κατεγχειρέω
- disdain
-
- ἐξουδενέω
- ἐξουδενόω
- ἐξουθενέω
- ἐξουθενόω
- καταφρόνησις
- ὑπερόρασις
- ὑπεροράω
- reject with disdain
- καταπατέω
- trample in disdain
- πατέω
- treat with disdain
- ὑπερηφανέω
- disdaining
- ὑπερόρασις
- disentangle
-
- disentangle (oneself)
- ἐκπλέκω
- disgrace
-
- ἀδοξία
- αἰσχρός
- αἰσχύνη
- ἀσχημοσύνη
- ἀτιμία
- δειγματίζω
- καταισχύνω
- μῶμος
- ὀνειδισμός
- ὄνειδος
- disgrace together
- συμμολύνω
- disgraced
- κατηφής
- disgraceful
-
- αἰσχρός
- ἐπονείδιστος
- disgraceful person
- μῶμος
- disguise
-
- κατακαλύπτω
- μετασχηματίζω
- παρακαλύπτω
- disguise oneself
- συγκαλύπτω
- disheartened
-
- to be disheartened
- ἀθυμέω
- dishonest
-
- σκολιός
- fond of dishonest gain
- αἰσχροκερδής
- fondness for dishonest gain
- αἰσχροκερδώς
- dishonest prosecution
- συκοφαντία
- disjointed
-
- to be disjointed
- κλάω
- disobedient
-
- ἀνήκοος
- ἀνυπότακτος
- ἀπειθής
- to be disobedient
- παραπικραίνω
- ἀπειθέω
- dispatch
-
- ἐκπέμπω
- κατανύω
- πέμπω
- dispatch a letter
- ἐπιτίθημι
- dispatch besides
- προσαποστέλλω
- dispatch together with
- συναποστέλλω
- dispatch troops
- ἀφίημι
- disperse
-
- ἀποσκεδάζω, ἀποσκεδάννυμι
- διαχέω
- διαλύω
- διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
- διασκορπίζω
- διΐστημι, διίστημι
- σπείρω
- disperse abroad
- σκορπίζω
- to be dispersed
- διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
- dispersing
- πλάνησις
- display
-
- ἀποδείκνυμι
- ἀποφαίνω
- δείκνυμι
- ἐμφαίνω
- ἐνδείκνυμι
- ἐπιδείκνυμι
- ἐπιφαίνω
- παράστασις
- παρέχω
- make a display
- παρεπιδείκνυμι
- public display
- ἔκθεμα
- display one's wisdom
- σοφίζω
- display publicly
- προτίθημι
- displaying
- ἀνάδειξις
- dispose
-
- διακοσμέω
- διατίθεμαι
- dispose differently
- μεθαρμόζω
- dispose of property by a will
- διατίθημι
- right to dispose of property
- ἐξουσία
- to be disposed (in a certain manner)
- διάκειμαι
- to be well disposed (to someone)
- εὐνοέω
- to be disposed
- βούλομαι
- well disposed
- εὐμενής
- εὔνους
- to be disposed to obey
- εὐπειθέω
- Also see indisposed
- Also see predisposed
- disprove
-
- not able to be disproved
- ἀνεξέλεγκτος
- disputatious
-
- φιλόνεικος
- φιλόνικος
- to be disputatious (on trifles)
- λογομαχέω
- dispute
-
- ἀνταποκρίνομαι
- ἀντεῖπον
- ἀντιδικέω
- ἀντιλογία
- διαλέγω
- διαλογισμός
- διελέγχω
- ἐπιζητέω
- φιλονεικία
- φιλονικία
- κρίμα
- κρίνω
- κρίσις
- μάχη
- μάχομαι
- παροξυσμός
- πρᾶγμα
- συζητέω
- συζήτησις
- ζήτησις
- dispute (with someone)
- διακρίνω
- dispute about words
- λογομαχέω
- λογομαχία
- dispute with
- ἀντιῤῥητορεύω, ἀντιρρητορεύω
- legal dispute
- νεῖκος
- perverse disputing
- διαπαρατριβή
- παραδιατριβή
- Also see indisputable
- disregard
-
- ἐγκαταλείπω
- ἐπιλανθάνω
- καταφρονέω
- παρακούω
- παραθεωρέω
- παρενθυμέομαι
- παροδεύω
- παροράω
- περιφρονέω
- ὑπεροράω
- to be disregarded
- ἀλογέω
- παρίημι
- disregarding
- ὑπερόρασις
- disregardful
-
- to be disregardful
- ἀλογέω
- dissemble
-
- dissemble with
- συνυποκρίνομαι
- dissension
-
- αἵρεσις
- διαμερισμός
- διχοστασία
- σχίσμα
- one who causes dissensions
- διχοστάτης
- dissentious
-
- dissentious man
- διχοστάτης
- dissimulation
-
- εἰρωνεία
- ὑπόκρισις
- without dissimulation
- ἀνυπόκριτος
- dissolve
-
- ἀφίημι
- διαλύω
- κατατήκω
- τήκω
- easily dissolved
- εὔτηκτος
- dissolving
- κατάλυσις
- Also see undissolved
- Also see indissoluble
- distinct
-
- εὔσημος
- ἴδιος
- σαφής
- Also see indistinct
- distinction
-
- διαφορά
- διαίρεσις
- διαστολή
- make a distinction
- διακρίνω
- καταδιαιρέω
- treat with distinction
- παραδοξάζω
- without distinction
- ἀκρίτως
- distinctive
-
- περιούσιος
- distinctive mark
- χαρακτήρ
- distinctly
-
- εὐσήμως
- ῥητῶς
- recognize distinctly
- διαγιγνώσκω
- διαγινώσκω
- see distinctly
- αὐγάζω
- speak distinctly
- ἀρθρόω
- distinguish
-
- διαχωρίζω
- διαγιγνώσκω
- διαγινώσκω
- διακρίνω
- διαστέλλω
- διοπάω
- διορίζω
- κρίνω
- παραδοξάζω
- σημειόω
- distinguished
- διαπρεπής
- ἐκπρεπής
- ἐλλόγιμος
- ἔνδοξος
- ἔντιμος
- ἐπιφανής
- παράσημος
- περίβλεπτος
- distinguished (person)
- διάδηλος
- to be distinguished
- πρέπω
- Also see undistinguished
- distract
-
- στροβέω
- ἀπατάω
- not distracted
- ἀπερίσπαστος
- to be distracted
- θορυβάζω
- περισπάω
- easily distracting
- εὐπερίσπαστος
- distraction
-
- ἔκστασις
- περισπασμός
- without distraction
- ἀπερισπάστως
- distress
-
- ἀδημονία
- ἀνάγκη
- ἀπορία
- ἐπαγωγή
- κίνδυνος
- λύπη
- ὄχλησις
- ὀδυνάω
- πολιορκία
- πόνος
- θλίβω
- στενοχωρία
- συνοχή
- ταλαιπωρία
- ταραχή
- distress (like a storm)
- χειμάζω
- to be in distress (of mind)
- ἀδημονέω
- endure distress
- ταλαιπωρέω
- in sore distress
- μοχθηρός
- distress greatly
- ἐκθλίβω
- distressed
- ἀκηδεμονέω
- λυπέω
- συνέχω
- ταλαίπωρος
- greatly distressed
- περιπαθῶς
- to be distressed
- ἀδημονέω
- ἀγωνιάω
- χειμάζω
- ἐκθαμβέω
- κάμνω
- θορυβέω
- συνέχω
- distressing
- λυπηρός
- distressful
-
- γοερός
- distressful state
- ταλαιπωρία
- distribute
-
- διαδίδωμι
- διαιρέω
- διαμερίζω
- διανέμω
- ἐπιδιαιρέω
- καταμερίζω
- κατανέμω
- μερίζω
- σκορπίζω
- ταμιεύω
- distribute among themselves
- καταδιαιρέω
- distribute by lot
- κατακληροδοτέω
- distribute land
- κληροδοτέω
- distribute meat
- κρεανομέω
- distribution
-
- διαίρεσις
- διακονία
- καταλοχία
- μερισμός
- distribution into bodies
- καταλοχισμός
- distribution of land
- κληροδοσία
- disturb
-
- ἀνακρούω
- ἀναστατόω
- ἐκκινέω
- ὀχλέω
- συγχέω
- ταράσσω
- τυρβάζω
- disturb wholly
- διαταράσσω
- not disturbed
- ἀτάρακτος
- ἀτάραχος
- to be disturbed
- διαπονέω
- κλυδωνίζομαι
- Also see undisturbed
- disturbance
-
- ἀκαταστασία
- ἐπισύστασις
- ὄχλησις
- ταραχή
- τάραχος
- political disturbance
- ἀμειξία
- social disturbance
- ἀμειξία
- without disturbance
- ἀδεῶς
- ἀπροσκόπως