dir
Dir
dire-
dirg-
dirt-
dire
αἰνός
direct
διατάσσω
διευθύνω
εὐθύς
ἐξηγέομαι
καταρτίζω
κατευθύνω
προΐστημι, προίστημι
sail direct
εὐθυδρομέω
correctly direct
κατορθόω
direct toward
ἀπερείδω
ἐπέχω
Also see
indirect
direction
διαταγή
διοίκησις
ἡγεμονία
οἰκονομία
παράγγελμα
provide direction
καταρτίζω
south direction
νότος
turn in the direction of
τρέπω
directly
directly in front of
κατενώπιον
directly opposite
κατέναντι
καταντικρύ
director
office of a chorus director
χορηγία
director of works
ἀρχιτέκτων
dirge
μέλος
θρήνημα
θρῆνος
dirt
ἀκαθαρσία
περίψημα
ῥυπαρία
ῥύπος
loose dirt
χοῦς
dirty
αἰσχρός
αὐχμηρός
μυσερός
ῥυπαρός
to be dirty
ῥυπόω