διέβαιναν
διέβαινε, διέβαινεν
διέβαινον
διεβάλλετο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαβάλλω (to throw over, carry across)
διέβαλον
διέβαλλε, διέβαλλεν
διέβαλλον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαβάλλω (to throw over)
διεβεβαιοῦτο
διεβέβλητο
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαβάλλω (to throw over, carry across)
διέβη
διέβην
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαβαίνω
διέβησαν
διέβητε
διεβίβασαν
διεβίβαζε
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαβιβάζω (to carry over, transport)
διεβίβασε, διεβίβασεν
διέβλεψε, διέβλεψεν
διεβλήθη
διεβλήθης
διεβοήθη
διεγγυάω
  • Meaning:
    • to mortgage (property)
    • to give bail for
  • Forms:
    • διεγγυῶμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
διεγγυῶμεν
διεγεγόνει
διεγείραντος
  • Parse:
    • Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διεγείρω (to awaken, arouse)
διεγείρας
διεγείρασα
διεγείρει
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • Root: διεγείρω
διεγείρειν
διεγείρετο
διεγειρομένας
διεγειρόμενος
διεγειρομένους
διεγείροντος
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διεγείρω (to awaken, arouse)
διεγείρουσι, διεγείρουσιν
διεγείρω
  • Active Meaning:
    • to wake up, arouse, awaken stir up
    • to raise, erect
    • to make active
  • Middle Meaning:
    • to become awake (after a dream)
    • to extend vertically
  • Forms:
    • διεγείρας Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • διεγείρασα Part: Aor Act Nom Sing Fem
    • διεγείρειν Verb: Pres Act Infin
    • διεγείρετο Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεγειρομένας Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
    • διεγείρουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διεγερθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • διήγειραν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διηγείρετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
διεγείρων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διεγείρω (to awaken, arouse)
διεγένετο
διεγερθείς
διεγερτική
διεγερτικός
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • exciting, stimulant
διεγηγερμένος
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • Root: διεγείρω (to awaken, arouse)
διεγινώσκετο
διέγνω
διεγνώκασι, διεγνώκασιν
διεγνώκει
διεγνώκειν
διεγνώκεισαν
διέγνωκεν
διεγνωκέναι
διεγνωκόσι, διεγνωκόσιν
διεγνωκότα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διαγιγνώσκω (to distinguish, discern)
διεγνωκότας
διεγνωκότες
διεγνωκότι
διεγνωκότων
διεγνωκυῖα
διεγνωκώς
διέγνωμεν
διέγνων
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to recognize
  • Root:διαγιγνώσκω
διεγνώρισαν
διέγνωσαν
διεγνωσμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαγινώσκω
διεγόγγυζε, διεγόγγυζεν
διεγογγύζετε
διεγόγγυζον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαγογγύζω
διεγόγγυσαν
διεδείκνυε, διεδείκνυεν
διέδειξε, διέδειξεν
διεδέξαντο
διεδέξατο
διεδέξω
διέδεον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαδέω (to bind all around)
διεδέχετο
διεδέχοντο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαδέχομαι (to receive one from another)
διεδήλου
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • Root: διαδηλόω (to indicate clearly)
διέδησαν
διεδίδετο
διεδίδοτο
διεδίδου
διεδίδρασκεν
διεδίδρασκον
διέδραμεν
διέδρασαν
διεδόθη
διέδρασαν
διέδυ
διέδωκα
διέδωκε, διέδωκεν
διεδωρήσατο
διεζευγμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to be separated
  • Root:διαζεύγνυμαι
διεζευγμένους
διέζευκτο
διεζεῦχθαι
διέζη
διεζώσατο
διέζωσε, διέζωσεν
διεζωσμένος
διεθέμην
διέθεντο
διεθέρμαινε, διεθέρμαινεν
διεθερμάνθη
διέθετο
διέθηκά
διέθηκαν
διέθηκας
διέθηκε, διέθηκεν
διέθου
διέθρεψας
διέθρεψε, διέθρεψεν
διεθρύβη
διεθρύβησαν
διειδές
διειδής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: transparent, clear
  • Forms:
    • διειδές Adj: Nom Sing Neut
διείλαντο
διειλεγμένος
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • Root: λέγω
διείλεκται
  • Parse:
    • Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to pick up
  • Root:λέγω
διείλεκτο
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: λέγω (to pick up, choose)
διεῖλε, διεῖλεν
διειλέχθαι
  • Parse:
    • Verb: Perf Mid/Pass Infin
  • Root: λέγω
διειλημμένα
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διαλαμβάνω (to take or receive severally)
διειλημμένη
διειλημμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
  • Root: διαλαμβάνω (to take or receive severally)
διειλημμένων
διείληπται
διείληπτο
διείληφα
διειλήφαμεν
διείληφεν
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Infin
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to take, receive
  • Root: διαλαμβάνω
διειληφότα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διαλαμβάνω (to take or receive severally)
διειληφότες
διειληφότος
διειληφότων
διειληφώς
διειληχότων
διεῖλον
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • Root: διαιρέω
δίειμι
  • Meaning:
    • to go to and fro; to roam about
διεῖπεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: διεῖπον
διεῖπον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Imperativ 2nd Sing
    • Part: Aor Act Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to tell fully
  • Forms:
    • διεῖπεν
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διειργασμένος
διείργετο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διείργω (to separate)
διειργόμενον
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
    • Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • Root: διείργω (to keep asunder, separate)
διειργόμενος
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • Root: διείργω (to keep asunder, separate)
διείργονται
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διείργω (to separate)
διείργω
  • Meaning:
    • to keep asunder, separate
    • to lie between
διείρομαι
  • Meaning:
    • to question closely
διείρηκεν
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Infin
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διερῶ (to say fullly, distinctly)
διερῶ
  • Meaning:
    • to say fully, distinctly, expressly
διείς
διειστήκει
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διίστημι (to set apart, separate)
διειστήκεσαν
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διίστημι (to set apart, separate)
διεκαθέζοντο
διεκάθητο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid Ind 3rd Sing
  • Root: κάθημαι (to be seated)
διεκάθισαν
διέκαιον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακαίω
διεκαλύπτετο
διεκάλυψεν
διέκαμψε, διέκαμψεν
διεκαρτέρει
διεκαρτέρησε
διεκαρτέρουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
  • Root: διακαρτερέω (to endure to the end)
διεκβαλεῖ
διεκβάλλει
διεκβάλλω
  • Active Meaning:
    • to pass through, pass a needle through
    • to march through
  • Middle Meaning:
    • to move through an area till reaching an end-point
  • Forms:
    • διεκβαλεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διεκβάλλει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
διεκβολαί
διεκβολάς
διεκβολή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • passage through, the passage from one place to another (e.g., a mountain pass)
    • way out (of a city) (e.g., city gate)
    • outlet (outlet of a river or estuary of a lake)
    • the ends (of something), the end-point
  • Forms:
διεκβολῇ
διεκβολήν
διεκβολῆς
διεκβολῶν
διεκδικέω
  • Meaning:
    • to avenge, punish; to claim
  • Forms:
    • διεκδικοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
διεκδικοῦντες
διεκδραμεῖν
διεκδρομάς
διεκδρομή
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • passing through
διεκείμην
διέκειντο
διεκλείσθη
διέκειτο
διεκεκίνηντο
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διακινέω (to move slightly)
διεκήρυσσε, διεκήρυσσεν
διεκήρυσσον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακηρύσσω (to proclaim by herald)
διεκίνει
διεκίνησαν
διεκίνησε, διεκίνησεν
διεκκύπτω
  • Meaning: to peer out, peep out, lean out (e.g., lean out of a window)
  • Forms:
    • διεξέκυπτον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • διεξέκυπτον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
διεκλάπη
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διακλέπτω (to steal at different times)
διέκλειε
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Root: κλείω
διεκλέπτετο
διεκλήρουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
  • Root: διακληρόω (to allot)
διεκληρώσαντο
διεκολύμβησαν
διεκόμισαν
διεκόμισας
διεκόμισεν
διεκομίσθη
διεκόπη
διέκοπτον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακόπτω
διεκόπτοντο
διεκόσμησε, διεκόσμησεν
διέκοψαν
διέκοψας
διέκοψε, διέκοψεν
διεκπαίει
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • Root: διεκπαίω (to break through)
διεκπαίειν
διεκπαίεσθαι
διεκπαίοντες
διεκπαίουσι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
  • Root: διεκπαίω (to break through)
διεκπαῖσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
  • Root: διεκπαίω (to break through)
διεκπαίσασθαι
διεκπαίσειν
διεκπαίω
  • Meaning:
    • to break through; to burst through
διεκπαίων
διεκπεσεῖν
διεκπεσόμενοι
διεκπεσόντες
διεκπίπτειν
διεκπίπτουσι, διεκπίπτουσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Plur Masc/Neut
  • Root: ἐκπίτνω (to fall)
διεκράτει
διεκράτησαν
διεκρίθη, διεκρίθην
διεκρίθητε
διέκρινας
διέκρινε, διέκρινεν
διεκρίνετο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διακρίνω (to separate apart)
διεκρίνομεν
διεκρίνοντο
διεκόμιζον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακομίζω (to carry over)
διεκρούσαντο
διεκρούσατο
διεκτρέχω
  • Meaning:
    • to run out, run forth, run off, run away
    • to run beyond bounds, exceed bounds
διέκυπτε, διέκυπτεν
διέκυψαν
διέκυψε, διέκυψεν
διεκφεύγω
  • Meaning:
    • to escape completly
διεκφυγόντες
διεκωλύθη
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διακωλύω (to hinder, prevent)
διεκώλυε, διεκώλυεν
διεκώλυον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
  • Root: διακωλύω (to hinder, prevent)
διεκώλυσα, διεκώλυσαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Acst Ind 1st Sing
  • Root: διακωλύω (to hinder, prevent)
διεκώλυσε, διεκώλυσεν
διέλαβε, διέλαβεν
διέλαθε, διέλαθεν
διέλαθον
διελάλει
διελαλεῖτο
διελάλουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλαλέω
διελάμβανεν
διελάμβανον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλαμβάνω
διέλαμπεν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to shine through
  • Root:διαλάμπω
διελάνθανον
διελάσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Acdt Opt 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
    • Part: Fut Act Dat Sing Fem
    • Part: Fut Act Dat Sing Fem
    • Part: Pres Act Nom Plur Fem
    • Part: Fut Act Nom Plur Fem
  • Root: διελαύνω (to drive through)
διελαύνει
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • Root: διελαύνω (to drive through)
διελαύνοντες
διελαύνω
  • Meaning:
    • to drive through, thrust through, pierce through
    • to pass through, penetrate
    • to ride through, go through
  • Forms:
    • διήλασε(ν) Verb: Aor Act Ind 1st Sing
διελέγξαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
  • Root: διελέγχω
διελέγξοντος
  • Parse:
    • Part: Fut Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διελεγχθείς
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Nom Sing Masc
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διελεγχθεῖσα
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Nom Sing Fem
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διελεγχθέν
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
    • Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διελεγχθέντι
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διελεγχθήσεσθαι
διελέγοντο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαλέγω (to argue, reason)
διελέγχειν
διελέγχεσθαι
διελέγχοντι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διελέγχω (to refute, convict)
διέλειπε, διέλειπεν
διελεγχθήσεται
διελεγχθῶμεν
διελεγχούσης
διελέγχω
  • Active Meaning:
    • to refute utterly, convict, convince
  • Middle Meaning:
    • to discuss
    • to engage in critical debate
    • to argue a case
  • Passive Meaning:
    • to discuss, reason, dispute, argue
  • Forms:
    • διελεγχούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • διελέγχων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • διελέγξαι
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
      • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
    • διελεγχθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • διελεγχθῶμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
διελέγχων
διελέγετο
διελεῖ
διελεῖν
διέλειπον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλείπω
διελεῖσθε
διελεῖται
διελεῖτε
διελέξαντο
διελέξατο
διελέσθαι
διέλετε
διελεύσεται
διελεύσῃ
διελεύσομαι
διελευσόμεθα
διελεύσονται
διελέχθη
διελέχθημεν
διελέχθην
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαλέγω
διελέχθησαν
διελήλυθα
διεληλύθαμεν
διεληλύθασιν
διεληλύθει
  • Parse:
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διελήλυθεν
διεληλυθότα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διέρχομαι
διεληλυθότος
  • Parse:
    • Part: Perf Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διεληλυθότων
  • Parse:
    • Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διεληλυθυιῶν
  • Parse:
    • Part: Perf Act Gen Plur Fem
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διεληλυθώς
διέλῃς
διέλθατε
διελθάτω
δίελθε
διελθεῖν
διέλθετε
διελθέτω
διελθέτωσαν
διέλθῃ
διέλθῃς
διέλθοι
διελθόντα
διελθόντες
διελθόντος
διελθόντων
διελθοῦσαι
διελθούσης
  • Parse:
    • Part: Aor Act Gen Sing Fem
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διελθουσῶν
  • Parse:
    • Part: Aor Act Gen Plur Fem
  • Root: διέρχομαι (to go through, pass through)
διέλθω
διέλθωμεν
διελθών
διέλθωσι, διέλθωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: διέρχομαι
διελίμπανε, διελίμπανεν
διέλιπε, διέλιπεν
διελίπομεν
διέλιπον
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • Root: διαλείπω
διέλκομεν
διέλκω
  • Meaning: to rend, tear apart, pull apart, pull through (something)
  • Forms:
    • διέλκομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
διελογίζεσθε
διελογίζετο
διελογιζόμην
διελογίζοντο
διελογισάμην
διελογίσαντο
διελογίσατο
διελόντας
  • Parse:
    • Part: Aor Act Acc Plur Masc
  • Root: διαιρέω (to cut in two)
διελόντες
διελοῦνται
διελοῦσι, διελοῦσιν
διέλυε, διέλυεν
  • Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαλύω
διελύθη
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαιρέω (to cut in two)
διελύθησαν
διελύοντο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαλύω
διελύσαμεν
διέλυσαν
διελύσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to split apart
  • Root:διαλύω
διέλθσε, διέλθσεν
διελών
  • Parse #1:
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to cleave in two
  • Root: διαιρέω
  • ——
  • Parse #2:
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to drive through
  • Root: διελαύνω
διεμαρτυράμεθα
διεμαρτυράμην
διεμαρτύραντο
διεμαρτύρατο
διεμαρτύρετο
διεμαρτύρω
διεμάχοντο
διεμβάλλω
  • Meaning: to insert, put in through
  • Forms:
    • διεμβαλοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • διενέβαλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διεμβαλοῦσι, διεμβαλοῦσιν
διέμειναν
διέμεινε, διέμεινεν
διεμέλλησε, διεμέλλησεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαμέλλω (to be always going (to do))
διέμενε, διέμενεν
διεμέριζε, διεμέριζεν
διεμέριζον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαμερίζω
διεμερίζοντο
διεμερίσαντο
διεμέρισας
διεμέρισε, διεμέρισεν
διεμερίσθη
διεμερίσθησαν
διεμέτρησε, διεμέτρησεν
διεμνημόνευσε
διεμπίμπλημι
  • Meaning:
    • to fill completely, fill up
    • to fill thoroughly
  • Forms:
    • διεμπιπλαμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
διεμπιπλαμένων
διεναυμάχουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαναυμαχέω (to maintain a sea-fight)
διενέβαλε, διενέβαλεν
διενέγκας
διενέγκασαι
διενεγκεῖν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
  • Meaning:
    • to carry over
  • Root:διαφέρω
διενέγκῃ
διενεγκόντα
  • Parse:
    • Part: Aor Act Acc Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root:διαφέρω
διενεγκόντας
διενεγκόντες
διενεγκὼν
  • Parse:
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διένειμε, διένειμεν
διένεμε, διένεμεν
διενεμήθησαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διανέμω (to distribute)
διένεμον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to distribute; to govern
  • Root:διανέμω
διενενόηντο
διενεχθείς
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Nom Sing Masc
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενεχθεῖσαν
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Gen Plur Fem
    • Part: Aor Pass Acc Sing Fem
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενεχθείσης
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Gen Sing Fem
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενεχθέν
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
    • Part: Aor Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενεχθέντων
  • Parse:
    • Part: Aor Pass Gen Plur Masc/Neut
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενεχθῆναι
διενηνεγμένων
διενηνοχέναι
διενηνοχότας
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Plur Masc
  • Root: διαφέρω (to carry over)
διενηνοχώς
διενήξατο
διενήχοντο
διενθυμέομαι
  • Meaning: to ponder, consider, reflect, think
  • Forms:
    • διενθυμουμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc
διενθυμουμένου
διενοεῖτο
διενοήθη
διενοήθην
διενοήθης
διενοήθησαν
διενοούμην
διεξαγαγόντα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διεξάγω
διέξαγε
διεξάγειν
διεξάγεται
διεξάγοντες
διεξάγοντι
  • Parse: Part: Pres/Fut Act Dat Sing Masc/Neut
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξαγόντων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξάγω
  • Meaning:
    • to bring to an end, conclude
    • to administer, bring to completion
    • to accomplish, perform
    • to manage, treat
    • to conduct and handle
    • to lead through
  • Forms:
    • διεξαγαγόντα Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • διέξαγε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
    • διεξάγειν Verb: Pres Act Infin
    • διεξάγεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεξάγοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διεξάγων Part: Pres Act Nom Sing Masc
διεξαγωγή
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • settlement (of a dispute), decision
    • inquiry, inquest, trial
    • a way of living
  • Forms:
    • διεξαγωγῆς Noun: Gen Sing Fem
διεξαγωγῆς
διεξάγωμεν
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 1st Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξάγων
διεξάγωσι, διεξάγωσιν
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διέξανε
διέξειμι
  • Meaning:
    • to go through
    • to traverse the whole area
  • Forms:
    • διέξιμεν
      • Verb: Pres Act Ind 1st Plur
      • Verb: Pres Act Infin
    • διεξῄεσαν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
    • διεξιέναι Verb: Pres Act Infin
    • διεξιούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • διεξῄει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
διέξεισι, διέξεισιν
διεξέκυπτον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: 2Macc. 3:19
    Apostolic Fathers: _

  • Root: διεκκύπτω
διεξελεύσῃ
διεξέλθοι
διεξελήλυθεν
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Perf Act Infin
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διεξέρχομαι
διεξελθοῦσα
διεξελθών
διεξέρχεται
διεξέρχομαι
  • Meaning: to go through, pass through, pierce, come forth, go out, depart, escape, get out, go abroad, go away, go forth, proceed forth, spread abroad
  • Forms:
    • διεξέρχεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεξελθών Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • διεξελεύσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
    • διεξέλθοι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • διεξελθοῦσα Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
    • διεξῆλθε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διεξῄει
διεξῄεσαν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διέξειμι
διεξῆλθε, διεξῆλθεν
διεξῆλθον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
  • Meaning: to go through
  • Root: διεξέρχομαι
διεξιέναι
διεξίημι
  • Meaning: to let pass through, empty itself
διεξιόντι
  • Parse #1:
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Meaning: to go through
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2:
    • Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • Part: Fut Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξιόντος
  • Parse #1: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2: Part: Fut Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξιούσης
διεξιών
  • Parse #1: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2: Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξίπταμαι
  • Meaning: to dash out in different directions
διεξοδεύω
  • Meaning: to have a way out, escape, break away
  • Forms:
    • διεξώδευσε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διέξοδοι
διεξόδοις
διέξοδον
διέξοδος
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • a street through (a city), highway, through road
    • main street, main road
    • a port
    • issue
    • place for exit
    • far end of a strip of land
    • spring, stream (of water)
    • an outlet through, water outlet
  • Forms:
διεξόδους
διεξώδευσε
διεπαρετηροῦντο
διεπαρθενεύθησαν
διεπαρθένευσαν
διέπειν
διέπειρε
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαπείρω (to drive through, pierce)
διέπειρον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπείρω (to drive through, pierce)
διέπεις
  • Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • Root: διέπω
διέπεμπε, διέπεμπεν
διέπεμπον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπέμπω
διέπεμψα
διεπεμψάμην
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
  • Meaning: to send off in different directions
  • Root: διαπέμπω
διέπεμψαν
διεπέμψατο
διέπεμψε, διέπεμψεν
διεπέρασαν
διεπέρασε, διεπέρασεν
διέπεσαν
διέπεσε, διέπεσεν
διεπέτασα
διεπετάσαμεν
διεπέτασε, διεπέτασεν
διέπῃ
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • Root: διέπω
διεπλάνα
διέπλευσαν
διέπλευσε, διέπλευσεν
διέποντες
  • Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • Root: διέπω
διέποντι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέπω
διέποντος
  • Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέπω
διεπόντων
  • Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
  • Root: διέπω
διεπορεύετο
διεπορευόμην
διεπορεύοντο
διεπραγματεύσαντο
διεπραγματεύσατο
διεπράξατο
διεπράττετο
διέπρεπε
διέπρεπον
  • Parse:
    • Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Imperf Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διέπρεψαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διέπρεψεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διεπρίοντο
διέπρισε, διέπρισεν
διέπτη
διέπτυον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπτύω
διεπυνθάνετο
διέπω
  • Meaning:
    • to manage, order, conduct, administer, follow up, move through, attend to
    • to take charge of and conduct
  • Forms:
    • διέπων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • διέποντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
    • διεπόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • διέποντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διέπειν Verb: Pres Act Infin
    • διέπεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
    • διέπῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
διεπώλει
διέπων
  • Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέπω
διεργασθείς
διεργάζομαι
  • Meaning:
    • to cultivate, work thoroughly
    • to make an end of, kill, destroy
  • Forms:
    • διεργασθείς Part: Aor Mid/Pass Nom Sing Masc
διερεθίζον
διερεθίζοντες
διερεθίζω
  • Meaning:
    • to stimulate, provoke greatly
    • to add intensity to (e.g., fanning the fire)
    • to fan (a flame)
  • Forms:
    • διερεθίζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διερεθίζον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
διερευνᾶσθαι
διερευνάω
  • Meaning:
    • to search through, examine closely, inquire
    • to track down
    • to scrutinize
  • Forms:
    • διερευνᾶσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • διερευνωμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
    • διερευνησάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
    • διερευνώμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
    • διερευνωμένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • διερευνήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διερευνῶσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
διερευνησάμενοι
διερευνήσει
διερευνωμένη
διερευνώμενος
διερευνωμένου
διερευνῶσι, διερευνῶσιν
διερῇ
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Sing
    • Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
  • Root:διείρομαι
διερμηνεία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: explanation, interpretation, translation
  • Forms:
διερμηνεύει
διερμηνεύεται
διερμηνευέτω
διερμηνεύῃ
διερμηνευομένη
διερμηνεύουσι, διερμηνεύουσιν
διερμηνεῦσαι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • Meaning: to interpret, expound
  • Root: διερμηνεύω
διερμηνευσάντων
  • Parse: Part: 1Aor Act Gen Plur Masc/Neut
διερμήνευσε, διερμήνευσεν
διερμηνευτής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a translator, explainer, interpreter
διερμηνεύω
  • Active Meaning:
    • to translate
    • to explain, interpret, expound
  • Passive Meaning:
    • to be translatable
  • Forms:
    • διερμηνεύει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • διερμηνεύεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διερμηνευέτω Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
    • διερμηνεύῃ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • διερμηνευομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • διερμηνεύουσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διερμηνεύουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διερμήνευσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • διηρμήνευε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
διερράγη
διερράγησαν
διέρραγκα
διέρρει
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαρρέω (to flow through)
διερρηγμένα
διερρηγμένοι
διερρήγνυντο
διερρήγνυτο
διερρηγότα
διέρρηξα
διέρρηξαν
διέρρηξας, διέῤῥηξας
διέρρηξε, διέρρηξεν
διερρήσσετο
διερρηχότες
διερρηχώς
διερριμμένα
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to shoot through
  • Root:διαρρίπτω
διερρύθμισα
διερρωγότα
διερρωγότας
διέρχεσθαι
διέρχεται
διέρχομαι
  • Meaning:
    • simply:
      • to go, come
      • to spread out, disperse
      • to go directly, go straight
    • + Acc: to go through (a place)
    • + διά to go through (something) (e.g., through a needle); to pass through
    • + ἐν to go about, go among
    • + κατά to go (from place to place)
    • + ἀπό to go from (some place)
    • Temporal: to elapse, e.g., go through the night
    • Figurative: to go through one's mind, review
  • Forms:
Present
  • διέρχεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • διέρχεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διερχομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • διερχόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διερχόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διέρχωμαι Verb: Pres Mid/Pass Subj 1st Sing
Imperfect
  • διήρχετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διήρχοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • διελεύσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • διελεύσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • διελεύσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
  • διελευσόμεθα Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
  • διελεύσονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
Aorist
  • διελθόντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • διεληλύθασιν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέλθατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διελθάτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • δίελθε Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διελθεῖν Verb: 2Aor Act Infin
  • διέλθετε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διελθέτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • διελθέτωσαν Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
  • διέλθῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διέλθῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διέλθοι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • διελθόντα Part: 2Aor Act Acc Sing Masc
  • διελθόντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
  • διελθόντων Part: Aor Act Gen Plur Masc
  • διελθοῦσαι Part: Aor Act Nom Plur Fem
  • διέλθω Verb: 2Aor Act Subj 1st Sing
  • διέλθωμεν Verb: 2Aor Act Subj 1st Plur
  • διελθών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
  • διέλθωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διῆλθε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διῆλθες Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διήλθομεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • διῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • διήλθοσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
Perfect
  • διεληλύθαμεν Verb: Perf Act Ind 1st Plur
  • διεληλυθώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
  • διελήλυθα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
  • διελήλυθεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • διεληλυθότα
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
διερχομένα
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διέρχομαι
διερχομένη
διερχόμενοι
διερχομένοις
διερχόμενον
διερχόμενος
διέρχονται
διέρχωμαι
διερωτάω
  • Meaning: to question intently, ascertain by interrogation, make inquiry for, interrogate, cross-examine
  • Forms:
    • διηρώτα Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • διερωτῶντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
    • διερωτήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
διερωτήσαντες
διερωτῶντος
διεσαφεῖτο
διεσάφησα
διεσάφησαν
διεσάφησε, διεσάφησεν
διεσάφουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Meaning: to make very clear, show plainly
  • Root: διασαφέω
διέσειον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διασείω
διέσεισε
διέσεως
διεσήμαναν
  • Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning: to mark out, point out clearly
  • Root: διασημαίνω
διεσθίω
  • Meaning:
    • to eat through
δίεσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • deliberation, release
    • careful investigation
    • sending through, discharge
διεσκεδάσαμεν
διεσκέδασαν
διεσκέδασε, διεσκέδασεν
διεσκεδάσθαι
διεσκέδασται
διεσκευάσθησαν
διεσκευασμένοι
διεσκίρτησαν
διεσκόρπισα
διεσκόρπισας
διεσκορπίσατε
διεσκόρπισε, διεσκόρπισεν
διεσκορπίσθη
διεσκορπίσθησαν
διεσκορπίσθητε
διεσκορπισμένα
διεσκορπισμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διασκορπίζω
διέσπα
διεσπάραξεν
διεσπάραττεν
διεσπάρη
διεσπάρησαν
διεσπαρμένοι
διεσπαρμένοις
διεσπαρμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διασπείρω
διεσπαρμένος
διεσπαρμένους
διέσπασας
διέσπασε, διέσπασεν
διεσπάσθαι
διεσπάσθησαν
διέσπειρα
διέσπειρας
διέσπειρε, διέσπειρεν
διεσπόρπισε, διεσπόρπισεν
διεστάλη
διεστάλησαν
διεστάλμεθα
  • Parse: Verb: Perf/PluPerf Mid/Pass Ind 1st Plur
  • Meaning: to expand, separate
  • Root: διαστέλλω
διεσταλμένα
διεσταλμένον
διέστειλα
διεστειλάμεθα
διέστειλαν
διέστειλας
διεστείλατο
διέστειλε, διέστειλεν
διεστείλω
διέστελλε, διέστελλεν
διεστέλλετο
διέστελλον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαστέλλω
διέστη
διέστηκε
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Imperativ 2nd Sing
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διίστημι
διεστηκότες
  • Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
  • Meaning: to set apart, separate
  • Root: διΐστημι
διεστηκώς
διέστησαν
διεστήσατο
διέστησε, διέστησεν
διεστραμμένα
διεστραμμέναι
διεστραμμένας
διεστραμμένη
διεστραμμένῃ
διεστραμμένης
διεστραμμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαστρέφω
διεστραμμένως
  • Parse: Adverb
  • Meaning:
    • haphazardly, going in all directions, inconsistently
    • perversely, distortedly, crookedly
διεστράφησαν
διεστρέφετε
διέστρεφον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαστρέφω
διέστρεψαν
διέστρεψε, διέστρεψεν
διέστρωσαν
διεστώς
διεστῶσα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διεστῶτα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διεστώτων
  • Parse:
    • Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διέσυρον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διασύρω
διέσωσαν
διεσφαλμένος
διέσχισε, διέσχισεν
διεσχίσθησαν
διεσχισμέναι
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
  • Meaning:
    • to sever
  • Root:διασχίζω
διεσώζετο
διεσῴζοντο
διεσώθη
διεσώθημεν
διεσώθην
διεσώθησαν
διέσωσα
διεσώσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to preserve through
  • Root:διασῴζω
διέσωσε, διέσωσεν
διετάκη
διέταξα
διεταξάμην
διέταξας
διετάξατε
διετάξατο
διέταξε, διέταξεν
διετάξω
διετάραξε
διεταράχθη
διέτασσε, διέτασσεν
διέτασσον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατάσσω
διετέθη
διετέθην
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to arrange
  • Root:διατίθημι
διέτειναν
διετείνετο
διετείνοντο
διετέλει
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to accomplish
  • Root: διατελέω
διετελεῖτε
διετέλεσα
διετέλεσαν
διετέλεσε, διετέλεσεν
διετέλουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατελέω
διετῆ
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Fem
  • Root: διετής
διετήρει
διετηρήθη
διετηρήθης
διετήρησε, διετήρησεν
διετηρίδα
διετηρίς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: space of two years, two-year span
  • Forms:
διετής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • two years old, of two years
    • lasting two years, two-year lapse
  • Forms:
διετία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: two years
  • Forms:
διετίαν
διετίας
  • Parse:
    • Noun: Gen Sing Fem
    • Noun: Acc Plur Fem
  • Root: διετία
διετίθεσαν
διετίθουν
διέτιλε, διέτιλεν
διετόρευσαν
διετοῦς
διετράπη
διετράπην
διετράφησαν
διέτρεφε, διέτρεφεν
διέτρεχε, διέτρεχεν
διέτρεχον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατρέχω
διέτριβε, διέτριβεν
διέτριβον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατρίβω
διετρίψαμεν
διέτριψαν
διέτριψε, διέτριψεν
διετυποῦντο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διετυποῦτο
διετυπωσάμην
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διετυπώσατο
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διευθύνειν
διευθύνοις
διεύθυνον
διευθύνονται
διευθύνοντες
διευθύνω
  • Meaning:
    • to guide (through a straight route); to make straight, keep straight
    • to set right, correct, amend
    • to settle (an account)
    • to direct, govern
  • Forms:
    • διευθύνων
      • Part: Pres Act Nom Sing Masc
      • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • διευθύνοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διευθύνονται Verb: Pres/Fut Act 3rd Plur
    • διεύθυνον Part: Pres/Fut Act Nom/Acc Sing Neut
    • διευθύνειν Verb: Pres/Fut Act Infin
διευθύνων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • Root: διευθύνω
διευκρινέω
  • Meaning:
    • to arrange carefully
  • Forms:
    • διευκρινῆσαι
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
      • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
διευκρινῆσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
  • Root: διευκρινέω
διευλαβέομαι
  • Meaning:
    • to take good heed to
    • to dread
    • to beware of
    • to be afraid of
    • to be on one's guard against
    • to hold in respect, reverence
  • Forms:
    • διευλαβηθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • διευλαβοῦ Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • διευλαβοῦντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
διευλαβηθείς
διευλαβοῦ
διευλαβοῦντο
διευτονέω
  • Meaning:
    • to make one's way through; to win through
  • Forms:
    • διευτονοῦν
      • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
      • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
      • Part: Pres Act Nom/Acc Neut
διευτονοῦν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Nom/Acc Neut
  • Root: διευτονέω
διέφαινε, διέφαινεν
διεφαίνετο
διέφαυσε, διέφαυσεν
διέφερε, διέφερεν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to carry over
  • Root:διαφέρω
διεφέρετο
διέφερον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφέρω
διεφέροντο
διέφευγε, διέφευγεν
διέφευγον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφεύγω
διεφήμισαν
διεφημίσθη
διεφθάρη
διεφθάρησαν
διεφθάρητε
διεφθαρμένα
διεφθαρμέναις
διεφθαρμένας
διεφθαρμένην
διεφθαρμένοι
διεφθαρμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαφθείρω
διεφθαρμένος
διεφθαρμένων
διέφθαρται
διέφθαρτο
διέφθειρα
διέφθειραν
διέφθειρας
διεφθείρατε
διέφθειρε, διέφθειρεν
διεφθείρετο
διέφθειρον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφθείρω
διεφθείροντο
διεφθόνουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφθονέω
διεφόρησεν
διέφυγε, διέφυγεν
διέφυγον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφεύγω
διεφύλαξαν
διεφύλαξε, διεφύλαξεν
διεφύλαττε, διεφύλαττεν
διεφύλαττον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφυλάσσω
διεφυλάχθη
διεφυλάχθησαν
διεφώνησαν
διεφώνησε, διεφώνησεν
διεφώνουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root:διαφωνέω
διεχάραξαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διεχάραξεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διεχάραττον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διέχεας
διεχέετο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root:διαχέω
διέχει
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχειρίσασθε
διεχεῖτο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαχέω
διέχοντι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διέχουσα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχρήσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to proclaim
  • Root:διαχράω
διεχύθη
διεχύθησαν
διέχω
  • Meaning: to keep apart; to be distant from
διέχων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχώρισε, διεχώρισεν
διεχωρίσθησαν
διεψεύσατο
διεψευσμένας
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
  • Meaning:
    • to deceive
  • Root:διαψεύδω
διεψευσμένης
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
  • Meaning:
    • to deceive
  • Root:διαψεύδω
διεψευσμένος
διέψευσται