- exact
-
- ἀκριβής
- ἐκφέρω
- exact interest
- ἐκτοκίζω
- exact vengeance for (something)
- ἐκδικέω
- make exact
- ἀκριβάζω
- most exact
- ἀκριβέστατος
- to be exact
- διακριβάζομαι
- ἀκριβόω
- one who exacts punishment
- πράκτωρ
- examine
-
- ἀναθεωρέω
- ἀνετάζω
- δοκιμάζω
- ἐγκύπτω
- ἐπισκέπτομαι
- ἐραυνάω
- ἐρευνάω
- ἐτάζω
- ἐξερευνάω
- ἐξετάζω
- ἐξιχνεύω
- κατασκέπτομαι
- συμβιβάζω
- ζητέω
- examine (someone)
- ἐξετάζω
- examine accurately
- ἐξακριβάζω
- examine and judge
- ἀνακρίνω
- examine carefully
- διϊστορέω
- examine closely
- ἀνερευνάω
- διακριβόω
- διερευνάω
- καταμανθάνω
- examine for blemishes
- μωμοσκοπέομαι
- examine into
- ἀναζητέω
- examine over again
- ἐπιθεωρέω
- examine upon together
- συνεπισκέπτομαι
- examine with precision
- διακριβάζομαι
- example
-
- δεῖγμα
- ἐξεμπλάριον
- παράδειγμα
- τύπος
- ὑπόδειγμα
- ὑπογραμμός
- ὑποτύπωσις
- for example
- αὐτίκα
- punish publicly as an example
- παραδειγματίζω
- making an example of
- παραδειγματισμός
- by many examples
- πολλαχόθεν
- excantation
-
- excantation (of disease)
- ἐξαγορία
- exceeding
-
- λίαν
- ὑπερπερισσεύω
- to be exceeding abundant
- ὑπερπλεονάζω
- exceeding hunger
- ἐκλιμία
- exceeding joyous
- περιχαρής
- exceeding sorrowful
- περίλυπος
- exceedingly
-
- ἰσχυρῶς
- κομιδή
- μάλα
- μεγαλωστί
- περισσῶς
- σφόδρα
- σφοδρῶς
- ὑπεράγαν
- ὑπεραγόντως
- ὑπερβαλλόντως
- ὑπερεκπερισσοῦ
- ὑπερλίαν
- exceedingly bright
- ὑπέρλαμπρος
- exceedingly difficult
- ὑπερμεγέθης
- exceedingly glorious
- ὑπερένδοξος
- to be exceedingly strong
- ὑπερισχύω
- excellence
-
- ἀριστεία
- ἐξοχή
- καλλονή
- καλοκἀγαθία
- moral excellence
- ἀρετή
- excess
-
- ἀκρασία
- ἀνάχυσις
- φλεγμονή
- πλεονασμός
- ὑπερβολή
- ὑπεροχή
- excess of wine
- οἰνοφλυγία
- exchange
-
- ἀλλαγή
- ἄλλαγμα
- ἀλλάσσω
- ἀμείβω
- ἀνταλλαγή
- ἀνταλλάσσω
- ἀντικαταλλάσσομαι
- ἀντιμισθία
- διαλλαγή
- διαλλάσσω
- ἐναλλάσσω
- καταλλαγή
- μεθίστημι
- μεταβολή
- μεταβολία
- μεταλλάσσω
- give in exchange
- ἀνταλλάσσω
- send in exchange
- ἀνταποστέλλω
- something given in exchange
- ἄλλαγμα
- exchange for
- ἀντικαταλλάσσομαι
- exchange thing
- ἀντάλλαγμα
- exchange troth
- πιστόω
- excuse
-
- ἀπολογία
- πρόφασις
- σύγκριμα
- false excuse
- πρόφασις
- without an excuse
- ἀναπολόγητος
- excuse oneself
- ἀπολογέομαι
- make excuses
- προφασίζομαι
- Also see inexcusable
- executioner
-
- κομφέκτωρ
- σπεκουλάτωρ
- public executioner
- δήμιος
- exercise
-
- ἀσκέω
- ἄσκησις
- ἐμμελέτημα
- γυμνασία
- γυμνάζω
- bodily exercise
- γυμνάσιον
- common exercise
- συγγυμνασία
- exercise authority
- κατεξουσιάζω
- exercise authority upon
- ἐξουσιάζω
- exercise control over
- ἐγκρατέω
- exercise dominion against
- καταδυναστεύω
- exercise enmity
- φιλεχθρέω
- exercise faith (in someone)
- πιστεύω
- exercise lordship over
- κυριεύω
- exercise pity
- οἰκτείρω
- οἰκτίρω
- exercise power over
- καταδυναστεύω
- exercise self control
- ἐγκρατεύω
- exercise the mind (observe)
- νοιέω
- exercise thought
- φροντίζω
- exert
-
- ἀγωνίζομαι
- κατατείνω
- ζηλόω
- exert authority
- ἐνεξουσιάζω
- exert oneself
- φιλοπονέω
- exhaust
-
- ἀναξηραίνω
- ἀποκενόω
- δαπανάω
- ἐκδαπανάω
- καταργέω
- κατατρίβω
- κοπόω
- συντελέω
- τρύχω
- exhaust by war
- καταπολεμέω
- exhaust utterly
- ἐξαναλίσκω
- exhausted
- ἀπόκενος
- entirely exhausted
- ἡμιθανής
- to be exhausted
- ἀκηδιάω
- ἐκλύω
- ἐκσιφωνίζω
- παραλύω
- Also see inexhaustible
- exhibit
-
- ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω
- ἀποδείκνυμι
- δειγματίζω
- ἐμφαίνω
- ἐνδείκνυμι
- ἐπιδείκνυμι
- παραδείκνυμι
- παρέχω
- exhibit out of season
- παρεπιδείκνυμι
- exhibiting
- ἀνάδειξις
- ἀπόδειξις
- expect
-
- ἀναμένω
- δοκέω
- ἐλπίζω
- οἴομαι
- προσδέχομαι
- προσδοκάω
- ὑπονοέω
- expect (something/someone)
- ἐκδέχομαι
- fully expect
- ἀπελπίζω
- expect fully
- ἀπεκδέχομαι
- not expecting
- ἀδόκητος
- Also see unexpected
- expectedly
-
- εἰκότως
- Also see unexpectedly
- expedient
-
- Also see inexpedient
- expedition
-
- ἐξοδία
- στρατεία
- στράτευμα
- send forth an expedition
- ἀφίημι
- expedition against
- ἐπιστρατεία
- expend
-
- δαπανάω
- expend additionally
- προσδαπανάω
- expend further
- προσαναλίσκω
- expensive
-
- πολύς
- extremely expensive
- πολυτελής
- to be expensive
- καταναρκάω
- very expensive
- βαρύτιμος
- Also see inexpensive
- experience
-
- αἴσθησις
- χράω
- δοκιμή
- εἴδω
- ἐμπειρία
- ἐνέργημα
- ὁράω
- πειράω
- περίπτωσις
- θεωρέω
- τυγχάνω
- experience (won by test)
- πεῖρα
- extensive experience
- πολυπειρία
- great experience
- πολυπειρία
- shared experience
- συγγυμνασία
- experience a sensation or impression (usually painful)
- πάσχω
- experience pain
- παθητός
- experienced
-
- σοφός
- ἔμπειρος
- very experienced
- πολύπειρος
- many experiences
- πολυπειρία
- experienced and skilled in building
- τεκτονικός
- to be experienced in
- ἐμπειρέω
- Also see inexperienced
- expiation
-
- ἅγνισμα
- ἁγνισμός
- ἱλασμός
- καθαρισμός
- περικάθαρμα
- gift given to obtain expiation
- ἱλαστήριον, ἱλαστῆριον
- means of expiation
- ἱλαστήριον, ἱλαστῆριον
- explain
-
- ἀφηγέομαι
- δείκνυμι
- δεικνύω
- δηλόω
- διανοίγω
- διασαφέω
- διερμηνεύω
- ἐκτίθημι
- ἐμφανίζω
- ἐπιλύω
- ἑρμηνεύω
- φράζω
- ὁρίζω
- συγκρίνω
- hard to explain
- δυσδιήγητος
- δυσερμήνευτος
- explain by a simile
- ἐξεικονίζω
- explain further
- προσδηλόω
- explain over
- μεθερμηνεύω
- explain previously
- προδηλόω
- person who reads aloud and explains
- ἀναγνώστης
- explaining
- δήλωσις
- explanation
-
- δήλωσις
- διασάφησις
- διερμηνεία
- ἐπίλυσις
- ἑρμηνεία
- ἐξήγησις
- difficult of explanation
- δυσερμήνευτος
- explore
-
- χωροβατέω
- ἐξερευνάω
- ἐξιχνιάζω
- Also see unexplored
- expose
-
- ἀνακαλύπτω
- ἀνασύρω
- ἀποκαλύπτω
- δειγματίζω
- ἐκτίθημι
- ἐλέγχω
- παρατίθημι
- expose as a spectacle
- θεατρίζω
- expose oneself to danger
- παραβάλλω
- expose publicly
- θεατρίζω
- expose to danger
- παραβολεύομαι
- expose to infamy
- παραδειγματίζω
- exposed (infants)
- ἔκθετος
- to be exposed to
- ὑπόκειμαι
- exposition
-
- ἐξήγησις
- complete exposition
- σύνταξις
- elementary exposition
- στοιχείωσις
- philosophical exposition
- φιλοσοφία
- expounder
-
- ἐξηγητής
- expounder of the (Jewish) law
- νομοδιδάσκαλος
- express
-
- ἀπεικάζω
- ἐξεῖπον
- express characteristically
- ἠθολογέω
- express gratitude
- εὐχαριστέω
- express oneself freely
- παῤῥησιάζομαι
- express thanks
- εὐλογέω
- expressed order
- κέλευσμα
- Also see unexpressed
- Also see inexpressible
- extension
-
- πλατυσμός
- ἔκτασις
- extension (of a building)
- πρόσθεμα
- extension of the hand
- χειροτονία
- extensive
-
- ἐπιμήκης
- extensive experience
- πολυπειρία
- extent
-
- διάστημα
- πλατυσμός
- extent (of a tree)
- κύτος
- great extent
- ἐπιπολύ
- extent of one's power
- ἀνὰ κράτος
- exterminate
-
- κατατήκω
- ἐξαναλίσκω
- exterminate (someone)
- ἐκκόπτω
- extinguish
-
- ἀποσβέννυμι
- κατασβέννυμι
- σβέννυμι
- extinguish (a flame)
- ψύχω
- not extinguished
- ἄσβεστος
- Also see inextinguishable
- extirpate
-
- λεαίνω
- ἐξολοθρεύω
- extirpate (something)
- θανατόω
- extol
-
- δοξάζω
- ἐγκωμιάζω
- εὐλογέω
- ἐξαίρω
- κατευφημέω
- μεγαλύνω
- highly extolled
- ὑπερυμνητός
- extort
-
- ἐκπιάζω
- ἐκπιέζω
- συκοφαντέω
- extort by violence
- διασείω
- extreme
-
- ἐξώτερος
- extreme corner
- ἀκρογωνιαῖος
- extremity
-
- ἄκρα
- ἄκρον
- κορυφή
- ἀκρωτήριον
- cut off the extremities (i.e., hands and feet)
- ἀκρωτηριάζω
- drive to extremities
- ἐλαύνω
- exult
-
- ἀγαλλιάομαι
- ἀγαλλιάω
- ἐγκαυχάομαι
- φρυάζω
- γαυριάω
- exult greatly
- ὑπεραγάλλομαι
- exult over
- ἐντρυφάω
- ἐπεγγελάω
- ἐπιχαίρω
- καταχαίρω
- exult over (someone/something)
- κατακαυχάομαι
- exultation
-
- γαυρίαμα
- ἀγαλλίασις
- festival exultation
- ἐλλουλίμ