- trace
-
- τύπος
- ἐγκατάλειμμα
- trace descent
- γενεαλογέω
- trace in genealogy
- γενεαλογέω
- trace one's genealogy
- γενεαλογέω
- trace out
- ἐξιχνεύω
- ἐξιχνιάζω
- παρακολουθέω
- not to be traced
- ἀνεξιχνίαστος
- Also see untraceable
- track
-
- ἴχνος
- ὀσφραίνομαι
- horse track
- ἱππόδρομος
- wheel track
- τροχιά
- track out
- ἐξιχνεύω
- ἰχνεύω
- not tracked out
- ἀνεξιχνίαστος
- tracking out
- ἐξιχνιασμός
- trade
-
- ἀμείβω
- ἐμπορεύομαι
- ἐμπορία
- ἐργασία
- καπηλεύω
- πραγματεύομαι
- πωλέω
- τέχνη
- practice a trade
- δημιουργέω
- practicing the same trade
- ὁμότεχνος
- gain by trading
- διαπραγματεύομαι
- gain for themselves by trading
- ἐμπολάω
- trader
-
- ἔμπορος
- female trader in purple cloth
- πορφυρόπωλις
- traditionary
-
- πατροπαράδοτος
- Jewish traditionary law
- παράδοσις
- train
-
- ἀκολουθία
- ἀσκέω
- γυμνάζω
- παιδεύω
- παραδρομή
- παραπομπή
- train (children)
- τρέφω
- train carefully
- ἐκμελετάω
- train thoroughly
- ἐξασκέω
- state of being trained
- παιδεία
- to be perfectly trained
- καταρτίζω
- to be well trained
- καταρτίζω
- trained habit
- ἕξις
- training
- ἄσκησις
- γυμνασία
- οἰκονομία
- παιδεία
- shared training
- συγγυμνασία
- training place for youths
- ἐφηβεῖον
- trammel
-
- trammeling
- ἐμποδιστικός
- trample
-
- βατεύω
- καταπατέω
- πατέω
- trample in contempt or disdain
- πατέω
- trample on
- συμπατέω
- trample under foot
- συμπατέω
- trample underfoot
- καταπατέω
- something trampled under foot
- καταπάτημα
- trampling
- καταπάτημα
- trampling on
- καταπάτησις
- transact
-
- place for transacting business
- χρηματιστήριον
- transfer
-
- μεθίστημι
- μεταφέρω
- μετάγω
- μετασχηματίζω
- μετατίθημι
- transfer as a settler or captive
- μετοικίζω
- to be transferred to
- ἀντικαταλλάσσομαι
- transform
-
- μετακιρνάω
- μεταλλάσσω
- μεταμορφόω
- μετασκευάζω
- transform (self)
- μετασχηματίζω
- transgress
-
- ἀθετέω
- παραβαίνω
- παραπηδάω
- παραπορεύομαι
- παρεκβαίνω
- παρέρχομαι
- πλημμελέω
- ὑπερβαίνω
- transgress (a border)
- παρορίζω
- transgress the law
- παρανομέω
- transgression
-
- ἁμάρτημα
- ἀθέτημα
- ἀσυνθεσία
- παράβασις
- παράπτωμα
- παράπτωσις
- παρέκβασις
- πλημμέλησις
- transgression (of the law)
- ἀνομία
- transgression of the law
- παρανομία
- ἀνόμημα
- translate
-
- διερμηνεύω
- ἑρμηνεύω
- μεθερμηνεύω
- to be translated
- μετατίθημι
- transmit
-
- παραδίδωμι
- transmit a message
- παραγγέλλω
- transmit an inheritance
- κληροδοτέω
- transmit the sound of
- διηχέω
- transmutation
-
- transmutation (of phase or orbit)
- παραλλαγή
- transpire
-
- διΐστημι, διίστημι
- transpired already
- προγίνομαι
- transportation
-
- transportation fee
- ναῦλον
- travel
-
- ὁδεύω
- ὁδοιπορέω
- ὁδοιπορία
- travel (by land)
- πορεία
- easy to travel (on a road)
- εὔοδος
- travel (with someone)
- συνέρχομαι
- safe for travel
- πορευτός
- travel around
- περιοδεύω
- περιπορεύομαι
- travel by land rather than by sea
- πεζεύω
- travel by sea
- πλέω
- travel forward with
- συμπροπορεύομαι
- travel in company
- συνοδεύω
- travel into a far country
- ἀποδημέω
- travel near
- παραπορεύομαι
- travel on
- ἐπιπορεύομαι
- travel through
- διοδεύω
- travel to
- διανύω
- ἐπιπορεύομαι
- travel with
- συνέπομαι
- travel with (someone)
- συνοδεύω
- travelling companion
- συνέκδημος
- travelling
- παρόδιός
- ὁδεία
- treachery
-
- δολιότης
- δόλος
- κακουργία
- cunning treachery
- πτερνισμός
- give up a person to someone with treachery
- παραδίδωμι
- treasure
-
- διατηρέω
- γάζα
- νεχωθα
- περιουσιασμός
- θέμα
- θησαύρισμα
- θησαυρίζω
- treasure away
- ἀποθησαυρίζω
- treasure chest
- θησαυρός
- treasure guard
- θησαυροφύλαξ
- treasure room
- γαζοφυλάκιον
- γαζοφυλακεῖον
- treasure up (in one's memory)
- συντηρέω
- treasures
- ἀγαθός
- treasurer
-
- γασβαρηνός
- γαζοφύλαξ
- οἰκονόμος
- θησαυροφύλαξ
- ταμίας
- city treasurer
- οἰκονόμος
- to be treasurer
- ταμιεύω
- treasury
-
- γάζα
- γαζοφυλακεῖον
- γαζοφυλάκιον
- κορβᾶν
- κορβανᾶς
- θησαυρός
- treasuries
- ζακχῶ
- treat
-
- διατίθημι
- διεξάγω
- συμπεριφέρω
- treat (e.g., to treat with fairness)
- διατίθημι
- treat (someone in a certain way)
- χράω
- treat affectionately
- φιλοφρονέω
- treat arrogantly
- ὑπερηφανέω
- treat as firstborn
- πρωτοτοκεύω
- treat as holy
- ἁγιάζω
- treat as just
- δικαιόω
- treat as small and insignificant
- σμικρύνω
- treat as worthless
- φαυλίζω
- treat badly
- κακουργέω
- treat despitefully
- καθυβρίζω
- treat fully
- κατεγχειρέω
- treat humanely
- φιλανθρωπέω
- treat indulgently
- μετριοπαθέω
- treat injuriously
- αἰκίζω
- treat kindly
- φιλανθρωπέω
- treat medically
- θεραπεύω
- ἰατρεύω
- treat shamefully
- ἀτιμάω
- ἀτιμάζω
- ἀτιμόω
- treat spitefully
- κατορχέομαι
- treat well
- εὐωχέω
- treat with contempt
- ἐξουδενέω
- ἐξουθενέω
- καταφρονέω
- treat with disdain
- ὑπερηφανέω
- treat with disrespect
- ἀτιμάω
- ἀτιμάζω
- ἀτιμόω
- treat with distinction
- παραδοξάζω
- treat with indignity
- λυμαίνω
- treat with violence
- ἀποβιάζομαι
- treat wonderfully
- θαυμαστόω
- to be treated violently
- βιάζω
- διαβιάζομαι
- to be treated with contempt
- προσοχθίζω
- tree
-
- δένδρον
- δένδρος
- φύτευμα
- φυτόν
- ξύλον
- acorn tree
- βάλανος
- chaste tree
- ἄγνος
- fig-mulberry tree
- συκομορέα
- fir tree
- ἐλάτη
- mulberry tree
- συκάμινος
- nut-bearing tree
- καρύα
- olive tree
- ἐλαία
- palm tree
- φοῖνιξ
- plane tree
- πλάτανος
- pomegranate tree
- ῥόα, ῥοά
- poplar tree
- στυράκινος
- shittah tree
- ἀκακία
- spindle tree
- εὐώνυμος
- storax tree
- στυράκινος
- sycamore tree
- συκάμινος
- sycamore-fig tree
- συκομωραία
- turpentine tree
- τερέβινθος
- τερέμινθος
- wild olive tree
- ἀγριέλαιος
- willow tree
- ἄγνος
- ἰτέα
- tree bark
- φλοιός
- tree trunk
- πυθμήν
- tree vine
- ἀναδενδράς
- cut down trees
- δενδροτομέω
- trespass
-
- ἀδίκημα
- ἁμαρτάνω
- παράπτωμα
- πλημμέλεια
- πλημμέλημα
- trespassing
- πλημμέλησις
- trial
-
- δοκιμασία
- ἔτασις
- ἐτασμός
- ἐξετασμός
- κρίσις
- πεῖρα
- πειρασμός
- πειρατήριον
- without a trial
- ἀκρίτως
- without legal trial
- ἀκατάκριτος
- trial by fire
- πύρωσις
- of, make trial
- διαπειράζω
- ἀποπειράω
- make a trial of
- δοκιμάζω
- πειράζω
- tribesman
-
- co-tribesman
- συμφυλέτης
- tributary
-
- tributary to
- φορολόγητος
- trick
-
- ἐμπαίζω
- μεθοδεύω
- μέθοδος
- παγίς
- παραλογισμός
- στρατήγημα
- knavish trick
- πανούργευμα
- roguish trick
- ῥᾳδιούργημα
- trifle
-
- μικρολογία
- disputation about trifles
- λογομαχία
- reckoning trifles
- μικρολόγος
- trifling
- φλύαρος
- trip
-
- κατάπλοος, κατάπλους
- κενεμβατεύω
- πορεία
- πταῖσμα
- πταίω
- σφάλμα
- σκελίζω
- trip up
- ἐπισφάλλω
- προσκόπτω
- ὑποσχάζω
- trip up one's heels
- ὑποσκελίζω
- fall created by tripping
- ὑποσκέλισμα
- triumph
-
- νῖκος
- cause to triumph
- θριαμβεύω
- triumph over (someone)
- κατακαυχάομαι
- dance in triumph over
- κατορχέομαι
- triumphant
-
- proceed with triumphant force
- βιάζω
- διαβιάζομαι
- trouble
-
- ἀδημονία
- ἀναστατόω
- διαταράσσω
- ἐνοχλέω
- ἐπιλυπέω
- ἐπιταράσσω
- κάματος
- κόπος
- μόχθος
- ὀχλέω
- ὄγκος
- πάθος
- παρενοχλέω
- θλῖψις
- θορυβέω
- θόρυβος
- θροέω
- σκληρία
- σκύλλω
- σπουδή
- στενοχωρία
- στρεβλόω
- συγχέω
- συνταράσσω
- ταλαιπωρία
- ταραχή
- ταράσσω
- τυρβάζω
- trouble (oneself)
- σκύλλω
- cause trouble
- θορυβάζω
- suffer trouble
- κακοπαθέω
- to be in trouble
- θορυβέω
- ἐνοχλέω
- without trouble
- ἄπονος
- trouble further
- προσταράσσω
- troubled
- θολερός
- ἀκηδεμονέω
- to be troubled (about someone, for someone)
- πονέω
- to be troubled
- ἀδημονέω
- θορυβάζω
- θορυβέω
- κατασπουδάζω
- περισπάω
- περιφέρω
- συγχέω
- συνταράσσω
- to be greatly troubled
- ἐκταράσσω
- to be troubled about
- μέλω
- Also see untroubled
- trust
-
- ἐλπίζω
- καταπιστεύω
- παραθήκη
- πεποίθησις
- πιστεύω
- give it him in trust
- παρακατατίθημι
- worthy of trust
- ἀξιόπιστος
- trust first
- προελπίζω
- trust in
- πείθω
- ἐμπιστεύω
- trustworthy
-
- ἀξιόπιστος
- ἐνώπιος
- πιστικός
- πιστός
- make trustworthy
- πιστόω
- to be trustworthy
- καταξιοπιστεύομαι
- to be made trustworthy
- πιστόω
- Also see untrustworthy