συνῶ
συνώδευσε, συνώδευσεν
συνωδίνει
συνωδίνω
  • Meaning:
    • to suffer agony together
    • to travail in pain together
    • to co-suffer agony
  • Forms:
    • συνωδίνει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
συνῴδος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: agreement, concord, singing in unison, in harmony
  • Forms:
    • συνῴδων Adj: Gen Plur MFN
συνῴδων
συνῳκηκυῖα
συνῴκησαν
συνῴκησε, συνῴκησεν
συνῳκίσαμεν
συνῴκισαν
συνῳκίσατε
συνῳκισμένης
συνῳκοδομήθησαν
συνωμοσία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a conspiracy, plot, a swearing together
  • Forms:
συνωμοσίαν
συνωμόται
συνωμότης
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: ally, confederate
  • Forms:
Masculine
 SingularPlural
NOMσυνωμότηςσυνωμόται
GENσυνωμότουσυνωμοτῶν
DATσυνωμότῃσυνωμόταις
ACCσυνωμότηνσυνωμότας
συνών
  • Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to be with
  • Root: σύνειμι
συνωρίδος
συνωρίς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a pair (of horses), team (of horses)
  • Forms:
συνῶσι, συνῶσιν