- go
-
- ἄγω
- ἄπειμι
- βαίνω
- χωρέω
- διέρχομαι
- εἶμι
- ἥκω
- μεταβαίνω
- οἴχομαι
- πορεύομαι
- προσβαίνω
- στέλλω
- rise to go
- ἀνίστημι
- go about
- περιάγω
- περιπατέω
- συνέχω
- go about (as a description of clothing)
- περιπατέω
- go about with (someone)
- συναναστρέφω
- go about with one
- συμπεριφέρω
- go abroad
- διεξέρχομαι
- ἐκτοπίζω
- go across
- διαπεράω
- go afoot
- πεζεύω
- go ahead
- προέρχομαι
- go all around
- περιοδεύω
- go along opposite
- ἀντιπαρέρχομαι
- go along with
- ἀκολουθέω
- go along with (someone)
- συνεξέρχομαι
- go among others
- μετέρχομαι
- go around
- ἐκπεριπορεύομαι
- ἐξηχέω
- κυκλόω
- περιάγω
- περιαιρέω
- περιέρχομαι
- περίημι
- περιπορεύομαι
- ῥεμβεύω
- go around (from εἶμι)
- περίειμι
- go around to avoid contact
- περιΐστημι
- go around with
- συμπεριφέρω
- go aside
- παραβαίνω
- παραχωρέω
- go astray
- παραβαίνω
- παραπίπτω
- πλανάω
- go astray from
- διαμαρτάνω
- go away
- ἀφήκω
- ἀφίστημι
- ἀναχωρέω
- ἀναλύω
- ἀπέρχομαι
- ἀποβαίνω
- ἀπολύω
- ἀποστέλλω
- χωρέω
- διεξέρχομαι
- ἐκχωρέω
- ἔξειμι
- ἐξέρχομαι
- μεταίρω
- παράγω
- ὑπάγω
- go away (e.g., go out on a journey)
- ἐκπορεύομαι
- go away from
- ἀποχωρέω
- ἄπειμι
- go back
- ἀναχωρέω
- ἐπανέρχομαι
- ἐπανήκω
- πάλιν
- ὑποχωρέω
- go back and forth
- φοιτάω
- go before
- ἐξηγέομαι
- προάγω
- προέρχομαι
- προηγέομαι
- go before and guide
- προκαθηγέομαι
- go behind (someone's) back to deceive
- πτερνίζω
- go beyond
- παρεκβαίνω
- ὑπερβαίνω
- go by
- παρέρχομαι
- παραπορεύομαι
- go down
- δύνω
- ἐπιδύνω
- ἐπιδύω
- καταβαίνω
- κάτειμι
- κατέρχομαι
- πίπτω
- cause to go down
- καταβιβάζω
- go down below (something)
- ὑποδύω
- go down deep
- βαθύνω
- go down into
- καταδύω
- go down with
- συγκαταβαίνω
- go farther (on)
- προβαίνω
- go first
- ἀφηγέομαι
- ἐξηγέομαι
- go first and lead the way
- προηγέομαι
- go fishing
- ἁλιεύω
- go forth
- ἀπέρχομαι
- διεξέρχομαι
- ἐξέρχομαι
- προπορεύομαι
- go forth into the sea
- ἐπανάγω
- go forth together with
- συνεκπορεύομαι
- go forward
- χωρέω
- προβαίνω
- προχωρέω
- πρόειμι
- προέρχομαι
- προκόπτω
- go from
- ἀποχωρέω
- go from (door to door)
- περιέρχομαι
- go from place to place
- περιέρχομαι
- go in
- εἰσέρχομαι
- ἐνδύνω
- go in (a pool)
- ἐμβαίνω
- go insane
- παρεξίστημι
- ἐξίστημι
- go into
- δύνω
- εἴσειμι
- εἰσπορεύομαι
- go into (+εἴς τι something)
- εἰσδύω
- go into a far country
- ἀποδημέω
- go lame
- χωλαίνω
- go mad
- παρεξίστημι
- go of one's own accord
- ἀπαυτομολέω
- go on
- προέρχομαι
- go on a journey
- ἔξειμι
- ὁδοιπορέω
- go on a journey to a distant country
- ἀποδημέω
- go on before
- προοδοιπορέω
- go on before (someone)
- προπορεύομαι
- go on board
- ἐπιβαίνω
- go on to sprout
- στοιχέω
- go out
- χωρέω
- διεξέρχομαι
- ἐκχωρέω
- ἐκπορεύομαι
- ἔξειμι
- go out (e.g., go out of one's mouth)
- ἐκπορεύομαι
- go out of
- ἐξέρχομαι
- ἐκβαίνω
- go out for foraging
- προνομεύω
- go out quietly
- ὑπεξέρχομαι
- go out secretly
- ὑπεξέρχομαι
- go over
- διαπεράω
- go over to
- μετέρχομαι
- προσχωρέω
- go past
- παροίχομαι
- go poorly clad
- γυμνητεύω
- go round about
- κυκλάζω
- go slowly
- βαδίζω
- go straight toward
- ἐπιβάλλω
- go the rounds
- ἐφοδεύω
- go through
- διαπορεύομαι
- διελαύνω
- διέξειμι
- διεξέρχομαι
- διϊκνέομαι
- εἰσέρχομαι
- παραπορεύομαι
- παρέρχομαι
- go through (a place)
- διέρχομαι
- go through (troubles)
- ἀναντλέω
- go through life
- διαγίγνομαι
- διαγίνομαι
- go through one's mind
- διέρχομαι
- go throughout
- διοδεύω
- go to
- προσγίνομαι
- go to bed
- κοιμάω
- κοιτάζω
- go to law
- δικάζω
- ἀντιδικέω
- go to meet
- κατεναντίον
- go to one's death
- πορεύομαι
- go to see
- ἐπισκέπτομαι
- go to seed
- σπερματίζω
- go to stool
- ἀφοδεύω
- go to war
- στρατεύω
- go together (with someone)
- συνέρχομαι
- go under
- ὑπέρχομαι
- go up
- ἀναβαίνω
- ἀναβιβάζω
- ἄνειμι
- ἀνέρχομαι
- ἐπιβαίνω
- προσαναβαίνω
- go up to (someone)
- πρόσειμι
- go up with (someone)
- συναναβαίνω
- go upon
- ἐπιβαίνω
- go well with (someone or something)
- ἐπιπρέπω
- go with (someone)
- συμπορεύομαι
- go without
- ὑστερέω
- go wrong
- πλημμελέω
- ἀποπλανάω
- one who goes before to show the way
- προοδηγός
- one who goes the rounds
- ἔφοδος
- going abroad
- ἐκδημία
- going around
- περίοδος
- περιφορά
- going aside from
- παρέκβασις
- going away
- ἄφοδος
- going back
- ἀναποδισμός
- going by land (not sea)
- πεζός
- going by oneself
- μονόζωνος
- going down
- κάθοδος
- καταφερής
- going down into
- καταδύσις
- going from home
- ἀποδημία
- going in all directions
- διεστραμμένως
- going off
- ἀποχώρησις
- going out
- ἐξέλευσίς
- going to
- πρόσοδος
- going up
- ἀνάβασις
- προσανάβασις
- to be gone
- οἴχομαι
- παροίχομαι
- gone away from
- ἀποίχομαι
- have gone before
- προήκω
- gone over
- πορευτός
- Also see undergo
- goad
-
- ἐγκεντρίζω
- κεντέω
- κεντρίζω
- κέντρον
- ὑπονύσσω
- ox goad
- βούκεντρον
- goal
-
- κατάντημα
- τέρμα
- reach the goal
- ἐπιτυγχάνω
- without reaching its goal
- κενός
- God
-
- θεός
- κύριος
- god
- δαιμόνιον
- God (as absolute and universal sovereign)
- παντοκράτωρ
- enemy against God
- θεομάχος
- enmity toward God
- θεοστυγία
- fighting against God
- θεομάχος
- fit for God
- θεοπρεπής
- hateful to God
- θεοστυγής
- hater of God
- θεοστυγής
- hatred of God
- θεοστυγία
- inspired by God
- θεόπνευστος
- ἔνθεος
- instructed by God
- θεοδίδακτος
- lover of God
- φιλόθεος
- mother of God
- θεοτόκος
- one blessed by God
- θεομακρίτης
- reverent of God
- θεοσεβής
- taught of God
- θεοδίδακτος
- tutelary god
- πάτραρχος
- without God
- ἄθεος
- worshipper of God
- θεοσεβής
- worthy of God
- ἀξιόθεος
- God forbid
- μή
- μήγε
- God's herald
- θεολόγος
- God's runner
- θεοδρόμος
- fear of the gods
- δεισιδαιμονία
- godliness
-
- εὐσέβεια
- θεοσέβεια
- Also see ungodliness
- gold
-
- χρυσίον
- χρυσός
- cover with gold
- χρυσόω
- decorate with gold
- χρυσόω
- gild with gold
- καταχρυσόω
- interwoven with gold
- διάχρυσος
- like gold
- χρυσοειδής
- of gold
- χρύσεος
- one who melts or casts gold
- χρυσοχόος
- refined gold
- φαζ
- rich in gold
- ζάχρυσος
- shine like gold
- χρυσαυγέω
- wear gold
- χρυσοφορέω
- gold bowls
- καφουρη
- gold coin
- χρυσοῦς
- with a gold ring
- χρυσοδακτύλιος
- gold work
- καταχρύσεα
- gold-studded
-
- with gold-studded bridle
- χρυσοχάλινος
- golden
-
- χρύσεος
- golden cup
- χρύσωμα
- wear golden ornaments
- χρυσοφορέω
- golden stone
- χρυσόλιθος
- golden vessel
- χρύσωμα
- good
-
- ἀγαθός
- χάϊος
- χρηστός
- δόκιμος
- ἐπιεικής
- εὖ
- καλός
- λυσιτελής
- σύμφορον
- good (of fruits)
- χρηστός
- good (of gems)
- χρηστός
- good (of God)
- χρηστός
- good (of person)
- χρηστός
- good (person)
- ἄξιος
- do good
- ἀγαθοεργέω
- doing good
- ἀγαθοεργός
- ἀγαθοποίησις
- doing of good
- εὐποιΐα
- lead to what is good
- διορθόω
- loving what is good
- φιλάγαθος
- make good
- βεβαιόω
- morally good
- καλός
- not loving good
- ἀφιλάγαθος
- good arrangement
- εὐταξία
- good behaviour
- εὐστροφία
- of good behaviour
- κόσμιος
- good cheer
- εὐωχία
- be of good cheer
- εὐθυμέω
- θαρσέω
- with good children
- εὔτεκνος
- good condition
- εὐθηνία
- εὐταξία
- good conduct
- εὐκοσμία
- εὐπραξία
- with a good conscience
- εὐσυνείδητος
- good courage
- εὐψυχία
- good deed
- εὐποιΐα
- good deed done
- εὐεργεσία
- good discipline
- εὐταξία
- good disposition
- εὐστάθεια
- good for all
- κοινωφελής
- attribution of good fortune
- μακαρισμός
- good habit of body
- εὐεξία
- good journey
- εὐοδία
- good judgment
- σωφροσύνη
- have good luck
- εὐημερέω
- good message
- εὐαγγέλιον
- good money
- ἄξιος
- good news
- εὐαγγέλιον
- εὐαγγελία
- good olive tree
- καλλιέλαιος
- good order
- κατόρθωμα
- τάξις
- good pleasure
- εὐδοκία
- εὐδόκησις
- have a good relationship with
- συμπεριφέρω
- good report
- εὐφημία
- of good report
- εὐκλεής
- good repute
- εὐφημία
- εὔκλεια
- good state of health
- εὐεξία
- good stretch (of distance)
- χαβραθα
- good suitableness
- εὐπρέπεια
- good symmetry
- εὐμορφία
- good thing
- ἀγαθός
- teacher of good things
- καλοδιδάσκαλος
- good tidings
- εὐαγγέλιον
- εὐαγγελία
- receive good tidings
- εὐαγγελίζω
- have a good time
- εὐκαιρέω
- good value
- ἄξιος
- good way off
- μακράν
- good weather
- εὐημερία
- good will
- εὐδοκία
- good words
- χρηστολογία
- goods
- ἀγαθός
- ἀποσκευή
- βίος
- χρῆμα
- οὐσία
- σκεῦος
- ὕπαρξις
- goodman
-
- goodman (of the house)
- οἰκοδεσπότης
- goodness
-
- ἀγαθότης
- ἀγαθωσύνη
- χρηστότης
- ἐπιείκεια
- καλοκἀγαθία
- σπουδαιότης
- unacquainted with goodness
- ἀπειράγαθος
- goodness of heart
- χρηστοήθεια
- gospel
-
- εὐαγγέλιον
- proclaim gospel in advance
- προευαγγελίζομαι
- gospel scheme
- εὐσέβεια
- govern
-
- βραβεύω
- διαιτάω
- διακυβερνάω
- διανέμω
- διευθύνω
- διοικέω
- εὐθύνω
- ἐξηγέομαι
- ἡγέομαι
- κατάρχω
- κυβερνάω
- οἰακίζω
- govern (a ship)
- πηδαλιουχέω
- govern badly
- παραβασιλεύω
- govern the state
- πολιτεύω
- to be governed by a king
- βασιλεύω
- to be governed by passion
- παθοκρατέομαι
- governor
-
- διοικητής
- ἔπαρχος
- ἐπίτροπος
- γραμματοεισαγωγεύς
- ἡγεμών
- οἰκονόμος
- σατράπης
- τοπαρχής
- governor (of a place)
- προστάτης
- governor (ruler) of the feast
- ἀρχιτρίκλινος
- office of governor
- μεριδαρχία
- to be governor
- ἡγεμονεύω
- to be governor of
- ἐπάρχω
- governor of a citadel
- ἀκροφύλαξ
- governor of a district
- ἐθνάρχης
- governor of a district or province
- μεριδάρχης
- governor of the temple
- ἱεροστάτης