- wage
-
- μίσθωμα
- wage war
- ἐκπολεμέω
- wage war against
- ἀντιπολεμέω
- wages
- κάτεργον
- μισθός
- ὀψώνιον
- one who pays wages
- μισθαποδότης
- payment of wages
- μισθαποδοσία
- wage-worker
-
- wage-worker (good or bad)
- μισθωτός
- wagon
-
- πορεῖον
- ἅμαξα
- covered wagon
- λαμπηνικός
- wait
-
- ἀναμένω
- ἐπέχω
- καρτερέω
- μακροθυμέω
- προσμένω
- wait (for someone)
- ὑπομένω
- wait (for something/someone)
- ἐκδέχομαι
- lie in wait
- μεθοδεία
- wait for
- ἀναμένω
- ἀπεκδέχομαι
- μένω
- περιμένω
- προσδέχομαι
- προσδοκάω
- wait on
- παρεδρεύω
- προσκαρτερέω
- wait on someone (at table)
- διακονέω
- wait out
- ὑπερβάλλω
- wait upon
- ἐφίστημι
- προσδοκάω
- προσεδρεύω
- waiting maid
- θεράπαινα
- keep waiting
- παρέλκω
- waiter
-
- διάκονος
- head waiter
- ἀρχιτρίκλινος
- walk
-
- βαδίζω
- βαίνω
- πατέω
- περίπατος
- πορεύομαι
- στοιχέω
- walk (as the walk of life)
- περιπατέω
- walk (orderly)
- στοιχέω
- hard to walk
- δύσβατος
- public walk
- περίπατος
- walk a journey
- πεζεύω
- walk about
- ἐμπεριπατέω
- walk along
- περιπατέω
- walk around
- περιάγω
- walk around (a place)
- περιπατέω
- walk by
- παραπορεύομαι
- walk forward
- προβαίνω
- walk in a procession
- πομπεύω
- walk in crooked ways
- σκολιάζω
- walk lamely
- χωλαίνω
- walk straight
- ὀρθοποδέω
- walk through
- διαπορεύομαι
- walk up and down
- περιπατέω
- walk uprightly
- ὀρθοποδέω
- walking about
- περίπατος
- walking
- ὁδοιπορία
- πεζῇ
- πεζός
- πορεία
- mode of walking
- πορεία
- walking around
- περίπατος
- wall
-
- θεμέλιος
- τεῖχος
- τοῖχος
- dividing wall
- μεσότοιχον
- enclosing with a wall
- ἐνδώμησις
- middle wall
- μεσότοιχον
- outer wall
- προτείχισμα
- surround with a wall
- περιτειχίζω
- surrounding wall
- περίτειχος
- with pillars round the wall
- περίστυλος
- wall all around
- περιτειχίζω
- wall around
- περιοικοδομέω
- wall of circumvallation
- περιοχή
- wall off
- διοικοδομέω
- walled
- τειχήρης
- walled place
- περίβολος
- enclosed by walls
- τειχήρης
- Also see unwalled
- wander
-
- ῥεμβεύω
- ῥέμβω
- σαλεύω
- cause to wander
- καταρομβεύω, καταρρομβεύω
- πλανάω
- making to wander
- πλάνησις
- wander about
- περιέρχομαι
- πλανάω
- wander away
- πλανάω
- ἀποπλανάω
- wander through
- ἀναστρέφω
- wandering
- ἀποπλάνησις
- πλάνη
- πλανήτης
- wandering from reason
- παράφρων
- want
-
- βούλομαι
- χρεία
- χρέος
- χρῄζω
- ἐλασσονέω, ἐλαττονέω
- ἔνδεια
- ἐπιδέω
- ἐθέλω
- λείπω
- θέλω
- ὑστέρημα
- want further
- προσδέομαι
- to be in want
- δέω
- ἐνδέομαι
- in want of
- ἐπιδεής
- to be in want of
- ἐλασσόω, ἐλαττόω
- ἐνδέω
- want of heart
- ἀθυμία
- want of respect
- ἀλογία
- want to be first
- φιλοπρωτεύω
- want to know (something)
- ἐπιζητέω
- wanted
- ἐπιθυμητός
- what is wanted
- θέλημα
- wanting
- ἐλλιπής
- to be wanting
- ὑστερέω
- without wanting more
- ἀπροσδεής
- to be wanting to someone
- λείπω
- wanton
-
- ἀκόλαστος
- ἀθέμιστος
- ἀθέμιτος
- ἀσελγής
- ἐφύβριστος
- μιαρός
- ὑβριστικός
- ὕβριστος
- to be wanton
- κατασπαταλάω
- φρυάσσω
- to be wanton against
- καταστρηνιάω
- wantonly
-
- live wantonly
- κατασπαταλάω
- wantonness
-
- ἀκολασία
- ἀσέλγεια
- σπατάλη
- given to wantonness
- ὑβριστικός
- war
-
- διαμαχίζομαι
- μάχαιρα
- πόλεμος
- πολεμόω
- urge war against
- ἀντιπολεμέω
- engines of war
- βελόστασις
- equipped for war
- ὁπλομάχος
- excite to war
- ἐκπολεμέω
- exhaust by war
- καταπολεμέω
- go to war
- στρατεύω
- join in war
- συμπολεμέω
- keep up war
- πολεμοτροφέω
- maintain war
- πολεμοτροφέω
- make war
- πολεμέω
- man of war
- στράτευμα
- of or for war
- πολεμικός
- prisoners of war
- αἰχμαλωσία
- skilled in war
- πολεμικός
- state of war
- ἀμειξία
- wage war
- ἐκπολεμέω
- war against
- ἀντιστρατεύομαι
- make war against
- καταπολεμέω
- wage war against
- ἀντιπολεμέω
- war down
- καταπολεμέω
- war machine
- βελόστασις
- make war upon
- ἐπιστρατεύω
- to be at war with
- ἀντιστρατεύομαι
- to be warred upon
- πολεμέω
- wardrobe
-
- μεσθααλ
- keeper of the wardrobe
- ἱματιοφύλαξ
- warm
-
- παραθερμαίνω
- θάλπω
- θερμός
- warm (something)
- θερμαίνω
- warm oneself
- θερμαίνω
- warm through
- διαθερμαίνω
- warm up
- διαθερμαίνω
- warm very hot
- ἐκπυρόω
- to be warmed
- θερμαίνω
- warn
-
- διαμαρτυρέω
- διαμαρτύρομαι
- ἐπιμαρτυρέω
- ἐπιτιμάω
- νουθετέω
- warn sternly
- ἐμβριμάοmαι
- warn urgently
- ἐγκεῖμαι
- warning
- χρηματίζω
- νουθεσία
- νουθέτημα
- νουθέτησις
- give a warning
- χρηματίζω
- wash
-
- βαπτίζω
- βρέχω
- νίπτω
- wash (the whole person)
- λούω
- wash all around
- περικλύζω
- wash around
- περινίπτω
- wash away
- ἀποκλύζω
- ἀπολούω
- ἐπιρρέω
- wash body part
- νίζω
- wash clothing
- πλύνω
- wash down
- κατακλύζω
- wash feet
- νίζω
- wash fully
- ἀπολούω
- wash off
- ἀπολούω
- ἀπονίπτω
- ἀποπλύνω
- σμήχω
- wash off body part
- ἀπονίζω
- wash off feet
- ἀπονίζω
- wash off part of the body
- ἀπονίζω
- wash off the hands
- ἀπονίζω
- wash oneself
- ἀπολούω
- wash out
- ἀποπλύνω
- ἐκκλύζω
- ἐκπλύνω
- κλύζω
- wash over
- ἐξαλείφω
- κατακλύζω
- συγκλύζω
- wash part of the body
- νίζω
- wash the hands
- νίζω
- wash within a spring
- ἐμπαγάομαι
- to be washed away
- παραρρέω
- washing
- λουτρόν
- washing (of dishes)
- βαπτισμός
- washing off
- καθαρισμός
- washing powder
- νίτρον
- washing tub
- λουτήρ
- Also see unwashed
- waste
-
- διασκορπίζω
- καταργέω
- μαραίνω
- παραναλίσκω
- waste away
- ἐκτήκω
- κατατρίβω
- ὑπερτήκω
- cause to waste away
- ἐκτήκω
- waste time
- χρονοτριβέω
- wasting
- ἀνάλωσις
- watch
-
- ἀποβλέπω
- ἐμβλέπω
- ἐποπτεύω
- φυλάσσω
- γρηγορέω
- κουστωδία
- νήφω
- παραβλέπω
- παρατηρέω
- προφυλακή
- σκοπιά
- watch (someone's actions)
- παρατηρέω
- day-break watch
- πρωΐ
- keep watch
- ἀποσκοπεύω
- ἀποσκοπέω
- φυλάσσω
- σκοπεύω
- watch closely
- διαπαρατηρέω
- διατηρέω
- διαφυλάσσω
- παρατηρέω
- σκοπεύω
- σκοπέω
- watch for
- ἐπιτηρέω
- watch for (an opportunity)
- παρατηρέω
- watch maliciously (i.e., to lie in wait for)
- παρατηρέω
- watch of the night
- φυλακή
- watch out for someone's safety
- ἀσφαλίζω
- watch over
- ἐφοράω
- ἐποράω
- γρηγορέω
- watch over (someone)
- φυλάσσω
- watching
- ἀγρυπνία
- Also see unwatched
- watchedly
-
- Also see unwatchedly
- water
-
- ἐπάρδω
- ἐπιβρέχω
- μεθύσκω
- ποταμός
- ποτίζω
- πότος
- ῥαίνω
- ὕδωρ
- height of water (in a vessel)
- ἔξαρσις
- drink water
- ὑδροποτέω
- fetch water
- ὑδρεύω
- high water
- πλήμμυρα
- holding water
- ἔνυδρος
- lacking water
- ἄνυδρος
- living in water
- ἔνυδρος
- rough water
- κλύδων
- water carrier
- ὑδροφόρος
- with water in it
- ἔνυδρος
- water jar
- ὑδρία
- ὑδρίσκη
- water jug
- ὑδρία
- high water mark
- ὑπέραρσις
- pour water on
- ἐπιβρέχω
- water oneself
- ποτίζω
- water outlet
- διέξοδος
- water plover
- χαραδριός
- water the horses
- ποτίζω
- water trough
- ποτιστήριον
- water with rain
- ὑετίζω
- watered
- κατάρρυτος
- watering trough
- ληνός
- running waters
- πηγή
- waver
-
- διακρίνω
- διαρτάω
- σαλεύω
- waver (in opinion)
- διστάζω
- wavering
- ῥεμβασμός
- without wavering
- ἀδιακρίτως
- ἀκλινής
- Also see unwavering
- way
-
- ἀγυιά
- ἀτραπός
- ὁδοιπορία
- ὁδός
- πάροδος
- τροχιά
- τρόπος
- deceitful way
- ὀλίσθρημα
- give way
- χωρέω
- great way
- πολύς
- in a worse way
- χειρίστως
- in the same way
- ὁμοιοτρόπως
- in what way
- ποταπῶς
- make a way
- ὁδοποιέω
- way around
- περίοδος
- to be in the way of (someone)
- ἐμποδοστατέω
- way of a common person
- ἰδιωτισμός
- way of acting
- πρᾶξις
- way of life
- ἀναστροφή
- βίος
- βίωσις
- διαγωγή
- δίαιτα
- διατριβή
- πολιτεία
- πορεία
- τρόπος
- way of living
- ἐμβίωσις
- way of safety
- σωτηρία
- way of speaking
- διάλεκτος
- λαλιά
- way of spending time
- διατριβή
- way of thinking
- φρόνησις
- way of working
- ἐνέργεια
- way out
- ἔκβασις
- way through
- δίοδος
- way to escape
- ἔκβασις
- way toward
- ἔφοδος
- ways
- πορεία
- in many ways
- πολλαχῶς
- in various ways
- πολυτρόπως