- apostate
-
- μοιχός
- ἑτεροκλινής
- ἀποστάτης
- turn apostate from
- μετατίθημι
- apostle
-
- ἀπόστολος
- false apostle
- ψευδαπόστολος
- spurious apostle
- ψευδαπόστολος
- apparent
-
- διάδηλος
- make apparent
- φαντάζω
- Also see non-apparent
- appear
-
- ἀνατέλλω
- ἀναφαίνω
- δοκέω
- ἐμβλέπω
- ἐπεξέρχομαι
- ἐπιφαίνω
- ἐπιφαύσκω
- ἔρχομαι
- καταφαίνω
- κεῖμαι
- ὀπτάζομαι
- ὀπτάνω
- ὁράω
- προυφάνω
- φαίνω
- φανερόω
- φαντάζω
- appear (e.g., a prophet has risen)
- ἐγείρω
- appear (suddenly)
- ἐφίστημι
- cause to appear
- ἀναφαίνω
- ἐξεγείρω
- appear as something
- φαίνω
- appear as witness against
- ἀντιμαρτυρέω
- appear before (someone)
- ἵστημι
- appear before
- προσφαίνω
- appear bright
- αὐγάζω
- appear plainly
- ἐκφαίνω
- appear prominent
- διαπρέπω
- appear to be (+Infin)
- φαίνω
- appear white
- αὐγάζω
- appearing
- ἀποκάλυψις
- φλυκτίς
- Also see disappear
- appearance
-
- εἰδέα
- εἶδος
- εἰκών
- ἐπιφάνεια
- θεωρία
- ἰδέα
- ἴνδαλμα
- μόρφωσις
- ὁμοίωμα
- ὀπτασία
- ὅρασις
- πρόσοψις
- τάξις
- φαντασία
- colourable appearance
- εὐπρέπεια
- goodly appearance
- εὐπρέπεια
- make an appearance
- ἐπιφαίνω
- outward appearance
- ἔμφασις
- ἕξις
- μορφή
- ὄψις
- σχῆμα
- χαρακτήρ
- wild in appearance
- ἄγριος
- appearance of blood
- αἱματώδης
- Also see disappearance
- appease
-
- ἐξευμενίζομαι
- ἐξιλάσκομαι
- ἱλάσκομαι
- καταπραΰνω
- καταστέλλω
- easily appeased
- εὐκατάλλακτος
- appertain
-
- appertaining to younger persons
- νεωτερικός
- applaud
-
- ἐπικροτέω
- ἐπικρούω
- κατευφημέω
- applaud excessively
- κατακροτέω
- apply
-
- ἐφαρμόζω
- καταχράομαι
- μετασχηματίζω
- παρεισφέρω
- προσάπτω
- προσίημι
- apply (perfumed unguent) to (a corpse)
- μυρίζω
- apply force
- βιάζω
- διαβιάζομαι
- apply makeup
- στιβίζω
- apply oneself to something
- ἐπιβάλλω
- apply oneself to
- ἐγκεῖμαι
- ἐπιτίθημι
- ἐπιχειρέω
- ἐφάπτω
- apply to
- ἐπάγω
- appoint
-
- ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω
- ἀφορίζω
- διατάσσω
- ἐγχειρίζω
- ἐκπρίω
- καθίζω
- καθιστάνω
- καθίστημι
- καταδεικνύω
- κατατάσσω
- ὁρίζω
- προτάσσω
- προχειρίζω
- συντάσσω
- τάσσω
- χειροτονέω
- appoint (a time)
- τάσσω
- appoint (a law)
- τίθημι
- appoint (someone))
- τίθημι
- τάσσω
- appoint a testator
- διατίθεμαι
- appoint before
- προχειροτονέω
- appoint besides
- προσκαθίστημι
- appoint besides6
- ἐπιδιατάσσομαι
- appoint by lot
- κληρόω
- appoint to
- ἀποδείκνυμι
- προσκαθίστημι
- Also see disappoint
- apportion
-
- ἀπονέμω
- μετρέω
- apportion an estate
- κατακληροδοτέω
- appreciation
-
- without appreciation for the law
- ἄνομος
- apprehend
-
- κρατέω
- λαμβάνω
- πιάζω
- συλλαμβάνω
- ὑπολαμβάνω
- apprehend by the senses
- αἰσθάνομαι
- approach
-
- ἐγγίζω
- ἐντυγχάνω
- ἐπαναπαύω
- ἐπιγίνομαι
- ἐφίστημι
- ἔφοδος
- κατακολουθέω
- παραβάλλω
- παρίστημι
- προφθάνω
- προσάγω
- προσβαίνω
- προσεγγίζω
- πρόσειμι
- προσέρχομαι
- προσήκω
- προσμείγνυμι
- πρόσοδος
- προσπορεύομαι
- προσχωρέω
- συμπληρόω
- ἐπεξέρχομαι
- means of approach
- ἐπιβάθρα
- ἐπίβασις
- πρόσβασις
- approach as a suppliant
- ἱκετεύω
- approach quickly
- ὀρθρίζω
- approach to
- προσφέρω
- approaching
- ἐπίβασις
- ὑπόγυος
- approve
-
- αἰνέω
- ἀποδείκνυμι
- δεξιάζω
- δοκιμάζω
- εὐδοκέω
- εὐδοκιμέω
- μαρτυρέω
- συναινέω
- συνευδοκέω
- συνιστάω
- Also see disapprove
- Also see unapprove
- approximately
-
- κατά
- πού
- approximately (e.g., approximately a hundred)
- εἰς ἑκατόν
- apt
-
- to be apt to blush
- ἐρυθριάω
- apt to teach
- διδακτικός