δέκα, δέκ’
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: ten
δεκάδα
δεκαδάρχαις
δεκαδάρχης
δεκάδαρχος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a commander of ten men, leader over ten men
δεκαδάρχους
δεκαδύο
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: twelve
  • Note: Also spelled as two words δέκα δύο
δεκάδων
δεκαέξ
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: sixteen
δεκαεννέα
  • Parse:
    • Number 19
  • Root: 19
δεκαεπτά
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: seventeen
δεκαετής
δεκαετηρίδας
δεκαέτηρος
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • ten-yearly
  • Forms:
    • δεκαετηρίδας Noun: Acc Plur Fem
δεκάζω
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to bribe, corrupt (judges)
  • Forms:
δεκακαιοκτώ
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: eighteen, ten-and-eight
δεκάκις
  • Parse: Adverb
  • Meaning: ten times
δεκακισμύριοι
  • Parse: Adj: Nom Plur Masc
  • Meaning: one hundred thousand; 100,000
δεκαμηνιαῖος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Adjectival Meaning:
    • of ten-month duration
  • Substantival Meaning:
    • ten months
  • Forms:
δεκαμηνιαίῳ
δεκάμηνοι
δεκάμηνος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • period of ten months, ten month old
    • lasting ten months
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκάμηνοςδεκάμηνον
GENδεκαμήνου
DATδεκαμήνῳ
ACCδεκάμηνον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκάμηνοιδεκάμηνα
GENδεκαμήνων
DATδεκαμήνοις
ACCδεκαμήνουςδεκάμηνα
δεκαμοιρία
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • 10-fold
  • Forms:
δεκανός
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: group of ten, ten police, ten soldiers, ten gods
δεκαοκτώ
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: eighteen
δεκαπέντε
  • Parse: Adj: Number
  • Meaning: fifteen
δεκαπήχεσι, δεκαπήχεσιν
δεκάπηχυς
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: ten cubits (in length) (about 4.5 metres)
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκάπηχυςδεκαπήχειαδεκάπηχυ
GENδεκαπήχεοςδεκαπηχείαςδεκαπήχεος
DATδεκαπήχειδεκαπηχείᾳδεκαπήχει
ACCδεκάπηχυνδεκαπήχειανδεκάπηχυ
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκαπήχειςδεκαπήχειαιδεκαπηχικά
GENδεκαπηχέωνδεκαπηχέωνδεκαπηχέων
DATδεκαπήχεσιδεκαπηχείαιςδεκαπήχεσι
ACCδεκαπήχειςδεκαπήχειαιδεκαπηχικά
δεκαπλασιάζω
  • Meaning:
    • to multiply by ten
    • to repeat ten times
  • Forms:
    • δεκαπλασιάσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
δεκαπλασιάσατε
δεκαπλασίονας
δεκαπλασίων
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: tenfold, ten times

    εὗρεν αὐτοὺς δεκαπλασίονας παρὰ πάντας τοὺς ἐπαοιδοὺς
    he found them ten times wiser than all the enchanters (Dan 1:20)

  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκαπλασίωνδεκαπλασίον
GENδεκαπλασίονος
DATδεκαπλασίονι
ACCδεκαπλασίοναδεκαπλασίον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκαπλασίονεςδεκαπλασίονα
GENδεκαπλασιόνων
DATδεκαπλασίοσι(ν) [or δεκαπλασίουσι(ν)]
ACCδεκαπλασίοναςδεκαπλασίονα
δεκαπλασίως
  • Parse: Adverb
  • Meaning: ten times, tenfold
δεκάς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: a group of ten
  • Forms:
δέκατα
δεκάται
δεκάταις
δεκάτας
δεκατέσσαρα
δεκατέσσαρας
δεκατέσσαρες
  • Parse: Adj: Nom Sing Fem
  • Meaning: fourteen
  • Forms:
    • δεκατεσσάρων Adj: Gen Plur MFN
    • δεκατέσσαρα Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • δεκατέσσαρας Adj: Acc Plur Masc/Fem
δεκατεσσάρων
δεκάτη
δεκάτῃ
δεκάτην
δεκάτης
δέκατον
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Neut
  • Root: δέκατος
δέκατος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Adjectival Meaning:
    • tenth (in order)
    • one tenth
  • Substantival Meaning:
    • tithe
  • Adverbial Meaning:
    • ten times
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδέκατοςδεκάτηδέκατον
GENδεκάτουδεκάτηςδεκάτου
DATδεκάτῳδεκάτῃδεκάτῳ
ACCδέκατονδεκάτηνδέκατον
VOCδέκατεδεκάτηδέκατε
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδέκατοιδεκάταιδέκατα
GENδεκάτωνδεκάτωνδεκάτων
DATδεκάτοιςδεκάταιςδεκάτοις
ACCδεκάτουςδεκάταςδέκατα
VOCδέκατοιδεκάταιδέκατα
δεκάτου
δεκατοῦντες
δεκατόω
  • Active Meaning:
    • to collect tithes
    • to receive tithes
  • Passive Meaning:
    • to pay tithes
  • Forms:
    • δεδεκάτωκε Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • δεδεκάτωκεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • δεδεκάτωται Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • δεκατοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
δεκατρεῖς
  • Parse: Adj: Nom/Acc Plur Masc/Fem
  • Meaning: thirteen
  • Forms:
    • δεκατρία Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • δεκατρισί Adj: Dat Plur MFN
    • δεκατρισίν Adj: Dat Plur MFN
    • δεκατριῶν Adj: Gen Plur MFN
δεκατριῶν
δεκάτῳ
δεκάτων
δεκατῶν
  • Parse: Noun: Gen Plur Fem
  • Note: Some suggest that the root is a noun δεκάτη meaning "a tithe"
δεκάχορδος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: ten-stringed, having ten strings
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκάχορδοςδεκάχορδον
GENδεκαχόρδου
DATδεκαχόρδῳ
ACCδεκάχορδον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδεκάχορδοιδεκάχορδα
GENδεκαχόρδων
DATδεκαχόρδοις
ACCδεκαχόρδουςδεκάχορδα
δεκαχόρδῳ
δεκτά
δεκταί
δεκτέον
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Massc
  • Root: δεκτέος
δεκτέος
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • received
  • Forms:
    • δεκτέον
      • Adj: Nom/Acc Sing Neut
      • Adj: Acc Sing Massc
δεκτή
δεκτήν
δεκτοί
δεκτόν
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Neut
  • Root: δεκτός
δεκτός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • acceptable, favourable, convenient
    • appropriate, convenient
    • received, accepted, welcomed, approved
  • Forms:
δεκτοῦ
δεκτῷ
δεκτῶν