- resemble
-
- ἀφομοιόω
- ἔοικα
- ὁμοιάζω
- ὁμοιόω
- παρομοιάζω
- παρόμοιος
- resembling
- παραπλήσιος
- ὅμοιος
- reserve
-
- διατήρησις
- ταμιεύω
- τηρέω
- ὑπολείπω
- to be in reserve
- ἀποκεῖμαι, ἀπόκειμαι
- without reserve
- ἁπλῶς
- reserve judgment
- ταμιεύω
- residence
-
- ἕδρα
- ἔπαυλις
- κατοίκησις
- κατοικία
- μονή
- οἰκητήριον
- change one's place of residence
- μεταβαίνω
- foreign residence
- παροικία
- magistrate's residence
- ἀρχεῖον
- temporary residence
- σκῆνος
- resident
-
- ἐντόπιος
- temporary resident
- παρεπίδημος
- transient resident
- παροικία
- resident alien
- γιώρας
- πάροικος
- προσήλυτος
- residential
-
- residential building
- ἐνδόμησις
- residue
-
- ἐγκατάλειμμα
- ἐπίλοιπος
- κατάλοιπος
- λοιπός
- ὑπόλειμμα
- residue after cleaning
- περικάθαρμα
- resist
-
- ἀνίστημι
- ἀνθίστημι
- ἀντικαθίστημι
- ἀντίκειμαι
- ἀντιπίπτω
- ἀντιτάσσω
- ἀπομάχομαι
- ὑφίστημι
- resist (someone)
- ἀντιποιέω
- resist deity
- θεομαχέω
- resist pressure
- ἀντερείδω
- Also see irresistible
- resistance
-
- offer resistance
- ἀντερείδω
- ἀντιδιατίθημι
- ἐπαίρω
- ἵστημι
- resolution
-
- βουλή
- προαίρεσις
- Also see irresolution
- respect
-
- αἰδέομαι
- αἰδώς
- ἐντρέπω
- ἐντροπή
- εὐλαβέομαι
- φιλοτιμία
- φοβέω
- φόβος
- λόγος
- have respect
- ἀποβλέπω
- lack of respect
- ἀλογία
- want of respect
- ἀλογία
- worthy of respect
- σεμνός
- respect a man
- φοβέω
- respect authority
- φοβέω
- have respect for
- αἰσχύνω
- without respect of persons
- ἀπροσωπολήπτως
- have respect to
- ἐπιβλέπω
- respected
- δόκιμος
- ἔντιμος
- περίβλεπτος
- τίμιος
- not respecting persons
- ἀπροσωπόληπτος
- pay one's respects
- ἀσπάζομαι
- respectful
-
- to be respectful
- εὐσεβέω
- response
-
- ἀνταπόκρισις
- ἀπόκρισις
- ὑπακοή
- give an oracular response
- χρησμοδοτέω
- sound in response
- ἀντηχέω
- rest
-
- ἀνάπαυμα
- ἀνάπαυσις
- ἀναπαύω
- ἄνεσις
- ἀπερείδω
- ἀργία
- ἔκνηψις
- ἐπαναπαύω
- ἐπίλοιπος
- ἡσυχάζω
- κατάπαυσις
- καταπαύω
- κατασκηνόω
- κοπάζω
- λοιπός
- παῦλα
- σχολή
- at rest
- ἥσυχος
- bring to a place of rest
- καταπαύω
- cause to rest
- κοιτάζω
- ἀναπαύω
- find rest
- ἐπαναπαύω
- give rest
- διαναπαύω
- ἀναπαύω
- have a rest
- ἀναπαύω
- place of rest
- κατάπαυσις
- Sabbath rest
- σαββατισμός
- set at rest
- πείθω
- to be at rest
- εὐσταθέω
- cause to rest also
- προσαναπαύω
- rest and peace
- εὐδία
- rest from
- κατάπαυμα
- rest in
- ἐπερείδω
- rest of mankind
- κατάλοιπος
- cause to rest on
- ἐπιστηρίζω
- rest station
- σταθμός
- rest together
- συγκοιμάω
- rest up
- καταλύω
- rest upon
- ἐπαναπαύω
- ἐπερείδω
- ἐπισκηνόω
- take rest with (someone)
- συναναπαύω
- find rest with
- προσαναπαύω
- resting place
- ἀνάπαυσις
- Also see unrest
- restoration
-
- ἀνάκλησις
- ἀποκατάστασις
- ἐπανόρθωσις
- Messianic restoration
- παλιγγενεσία
- restoration to (divine) favour
- καταλλαγή
- restore
-
- ἀνάγω
- ἀνακαινίζω
- ἀνανεόω
- ἀνοικοδομέω
- ἀνορθόω
- ἀποδίδωμι
- ἀποκατίστημι
- ἐγκαινίζω
- ἐπανορθόω
- ἐπικαινίζω
- ἐπισκευάζω
- εὐτρεπίζω
- καταρτίζω
- restore (again)
- ἀποκαθίστημι
- restore (building)
- ἐγείρω
- restore (someone)
- οἰκοδομέω
- restore (something)
- ἀνίστημι
- restore order
- διορθόω
- restore order by clearing away
- ἀποκοσμέω
- restore to a right mind
- καταρτίζω
- restore to life
- ζωπυρέω
- restraint
-
- χαλινός
- κατάσχεσις
- ὅρκος
- restraint (e.g., stocks)
- καταρράκτης
- self restraint
- παθοκράτεια
- ἀνοχή
- restraints
- συνοχή
- restrict
-
- στενοχωρέω
- to be restricted
- θλίβω