- descend
-
- καταβαίνω
- καταβιβάζω
- κατέρχομαι
- descend with (someone or something)
- συγκαταβαίνω
- descended from
- ἀπόγονος
- to be descended from
- παραγίνομαι
- descending
- καταβάσιος
- descending slope
- καταφερής
- descent
-
- γένεσις
- κάθοδος
- κατάβασις
- καταδύσις
- descent [of the sun]
- δυσμή
- count by descent
- γενεαλογέω
- high descent
- εὐγένεια
- εὐγενῶς
- paternal descent
- πατριά
- trace descent
- γενεαλογέω
- without descent
- ἀγενεαλόγητος
- describe
-
- διηγέομαι
- καταγράφω
- hard to describe
- δυσδιήγητος
- Also see indescribable
- desire
-
- αἰτέω
- ἀπαιτέω
- ἐκζητέω
- ἐνθυμέομαι
- ἐπερωτάω
- ἐπιθυμέω
- ἐπιθύμημα
- ἐπιθυμία
- ἐπιζητέω
- ἐθέλω
- ἐρωτάω
- εὐδοκία
- ὀρέγω
- ὄρεξις
- ποθή
- πόθος
- θέλω
- ζηλόω
- ζητέω
- great desire
- ἐπιποθία
- insatiate desire
- ἀπληστία
- sexual desire
- ἡδονή
- vehement desire
- οἶστρος
- desire eagerly
- ἐπιβάλλω
- desire earnestly
- ἐπιποθέω
- desire to please
- ἀρέσκεια
- desire to possess
- ζητέω
- desired
- ἐπιπόθητος
- ἐπιθυμητός
- ποθεινός
- θελητός
- desires
- καταθύμιος
- one who desires
- θελητής
- one who desires
- ἐπιθυμητής
- desirous
-
- κατεπίθυμος
- affectionately desirous
- ἱμείρομαι
- to be affectionately desirous
- ὁμείρομαι
- to be madly desirous
- ἐπιμαίνομαι
- desperate
-
- make a desperate attempt
- διακινδυνεύω
- despicable
-
- εὐκαταφρόνητος
- μισητός
- to be despicable
- ἀδοξέω
- despise
-
- ἀτιμάω
- ἀτιμάζω
- ἀτιμόω
- ἐξουδενόω
- ἐξουθενέω
- ἐξουθενόω
- φαυλίζω
- καθυβρίζω
- καταφρονέω
- κατεμβλέπω
- μισέω
- ὀλιγωρέω
- παραβλέπω
- περιφρονέω
- ὑπερφρονέω
- ὑπερηφανέω
- ὑπεροράω
- despised
- ἄτιμος
- to be despised
- ὑπερηφανέω
- easy to be despised
- εὐκαταφρόνητος
- despised thing
- ἐξουθένημα
- despising
- περίφρων
- despiser
-
- καταφρονητής
- φαυλίστρια
- despiser of those that are good
- ἀφιλάγαθος
- despotic
-
- τυραννικός
- despotic rule
- τυραννίς
- despotic ruler
- τύραννος
- despotic ruler's
- τυραννικός
- destine
-
- to be destined
- κεῖμαι
- μέλλω
- Also see predestine
- destroy
-
- ἀφανίζω
- ἀκυρόω
- ἀναιρέω
- ἀναλίσκω
- ἀνατρέπω
- ἀποκτείνω
- ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- δαπανάω
- διαφθείρω
- διαλύω
- διαρρήγνυμι, διαρρήσσω
- ἐκκόπτω
- ἐκτρίβω
- ἐπαναιρέω
- ἐξαλείφω
- ἐξολοθρεύω
- φθείρω
- φθίνω
- καθαιρέω
- καταφθείρω
- κατακρημνίζω
- καταλύω
- καταπίνω
- κατασπάω
- καταστρέφω
- κατατήκω
- κενόω
- κόπτω
- λυμαίνω
- λύω
- μαραίνω
- ὀλέκω
- ὀλεθρεύω
- παραπόλλυμι
- πορθέω
- θανατόω
- συντελέω
- destroy (a group) all at once
- συνεκτρίβω
- destroy (someone)
- ὄλλυμι
- ὀλοθρεύω
- συγκόπτω
- destroy (someone) together with (someone)
- συναπόλλυμι
- utterly destroy
- ἐκριζόω
- destroy besides
- προσαπόλλυμι
- destroy by fire
- ἐκπυρόω
- destroy by melting
- ἐκτήκω
- destroy completely
- συμπεραίνω
- destroy together
- συναπολύω
- destroy utterly
- διαφθείρω
- διόλλυμι
- ἐξαναλίσκω
- ἐξαπόλλυμι
- ἐξολεθρεύω
- ἐξόλλυμι
- κατασκάπτω
- destroy utterly together
- συνεκτρίβω
- destroyed
- ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- easily destroyed
- εὔφθαρτος
- to be destroyed
- ἀνταναιρέω
- οἴχομαι
- πίπτω
- destroyed by wind
- ἀνεμόφθορος
- destroying angel
- ἀλάστωρ
- destroying families
- οἰκοφθόρος
- destroying households
- οἰκοφθόρος
- destroying houses
- οἰκοφθόρος
- destroyer
-
- ἐκριζωτής
- καθαιρέτης
- λυμεών
- ὀλοθρευτής
- temple destroyer
- οἰκοφθόρος
- destruction
-
- ἀφανισμός
- ἀπώλεια
- διαφθορά
- ἐκτριβή
- ἔκτριψις
- ἐρήμωσις
- ἐξάλειψις
- ἔξαρσις
- ἐξολέθρευμα
- ἐξολέθρευσις
- φθορά
- καθαίρεσις
- καταφθορά
- καταποντισμός
- καταστροφή
- ὀλεθρία
- ὄλεθρος
- παράλυσις
- πτῶσις
- σφαγή
- συντέλεια
- συντριβή
- σύντριμμα
- σύντριψις
- destruction (of last days)
- φθορά
- of destruction
- ὀλέθριος
- destruction by plague
- θραῦσις