- clamour
-
- ἀναπτέρωσις
- θροέω
- κραυγάζω
- clamour of excited people
- κραυγή
- clarity
-
- καθαριότης
- with perfect clarity
- αὐθεντικῶς
- clash
-
- καταχέω
- καταχεύω
- clash together
- συμπλέκω
- clashing
- κόμπος
- clashing together
- συγκλεισμός
- συγκρουσμός
- clean
-
- ἁγνός
- καθαρίζω
- καθαρός
- ὄντως
- make clean
- καθαίρω
- ἁγνίζω
- to be clean
- καθαρεύω
- wipe clean
- ἀπομάσσω
- clean away
- περικαθαρίζω
- clean on all sides
- περικαθαίρω
- clean oneself
- ἀποκαθαίρω
- clean out
- διακαθαίρω
- διακαθαρίζω
- ἐκκαθαίρω
- ἐκκαθαρίζω
- something cleaned off all around
- περικάθαρμα
- residue after cleaning
- περικάθαρμα
- Also see unclean
- cleanness
-
- καθαρότης
- ἁγνότης
- Also see uncleanness
- cleanse
-
- ἀποκαθαίρω
- ἀποκαθαρίζω
- ἀποπλύνω
- ἐκκαθαίρω
- φοιβάω
- καθαίρω
- καθαρίζω
- ῥαντίζω
- cleanse (esp. the hands, the feet, or the face)
- νίπτω
- cleanse all around
- περικαθαίρω
- cleanse by magic
- περικαθαίρω
- cleanse from dirt
- λυμαίνω
- cleanse fully
- διακαθαρίζω
- cleansing
- ἁγνισμός
- καθαρισμός
- καθάρσιος
- κάθαρσις
- clear
-
- δῆλος
- ἐναργής
- εὔσημος
- φανερός
- καθαρός
- πρόδηλος
- σαφής
- τηλαυγής
- τρανός
- clear (water)
- λαμπρός
- make quite clear
- διασαφέω
- make clear
- δηλόω
- ἐμφανίζω
- not clear
- ἄδηλος
- very clear
- κατάδηλος
- to be clear as crystal
- κρυσταλλίζω
- clear away
- σοβέω
- ἀποκοσμέω
- make clear beforehand
- προδηλόω
- clear completely
- διαφωτίζω
- clear out
- ἐκκαθαίρω
- ἐκκενόω
- clear sky
- εὐδία
- clear thoroughly
- διασαφέω
- clear weather
- αἴθριος
- to be cleared away
- ἀποκαθαίρω
- clearing of self
- ἀπολογία
- cleave
-
- διαρρήγνυμι, διαρρήσσω
- cleave asunder
- διασχίζω
- κατασχίζω
- cleave to
- ἐμμένω
- clerk
-
- γραμματεύς
- ἐπιστάτης
- office of market clerk
- ἀγορανομία
- cliff
-
- πάγος
- ἀποῤῥώξ, ἀπορρώξ
- cliff (i.e., side of a mountain)
- κλίτος
- overhanging cliff
- κρημνός
- cling
-
- ἅπτω
- ἐγκεῖμαι
- cling to
- ἐπιφύω
- ἐξάπτω
- προσέχω
- προσφύω
- πρόσκειμαι
- προσυγκολλάω
- cling to (something/someone)
- περιέχω
- ἀντέχω
- close
-
- θυρόω
- κλείω
- πέλας
- προσοίγνυμι
- πτύσσω
- πυκνός
- στενός
- συνέχω
- συντέλεια
- σφηνόω
- φράσσω
- close a door
- ἐπικλίνω
- stand in close array (for battle)
- συνασπίζω
- close at hand
- ὑπόγυος
- close attention
- προσεδρεία
- close by
- ἄγχι
- παραπλήσιος
- πλησίον
- close combat
- σύστασις
- close examination
- ἐξέτασις
- close eyes
- καμμύω
- close friend
- ἐπιστηθίος
- close fully
- ἀποκλείω
- close kin
- ἀγχιστευτής
- close relationship
- κοινωνία
- close relative
- ἀγχιστευτής
- ἐγγύς
- συγγενής
- close to
- πλησίος
- close to (something)
- πλησίον
- close up
- συσφίγγω
- ἀναφράσσω
- close up together
- συγκλείω
- to be closed
- συγκλείω
- closed fist
- πυγμή
- closed place
- συγκλεισμός
- Also see disclose
- clothe
-
- ἀμφιάζω
- ἀμφιέννυμι
- ἀμφιέζω
- εἱλέω
- ἱματίζω
- περιβάλλω
- περιστέλλω
- στολίζω
- clothe in
- ἐνδιδύσκω
- ἐνδύω
- clothe in splendour
- δοξάζω
- clothe oneself
- στολίζω
- ἐνδύω
- clothe upon oneself
- ἐπενδύομαι
- clothed
-
- to be poorly clothed
- γυμνιτεύω
- to be clothed by a cloud
- περίκειμαι
- to be clothed in
- ἐνδύω
- to be clothed upon
- ἐπενδύομαι
- clout
-
- to be clouted
- καταπελματόομαι