- craftsman
-
- δημιουργός
- τεχνίτης
- τέκτων
- fellow craftsman
- συντεχνίτης
- ὁμότεχνος
- master craftsman
- ἐπιστήμων
- crafty
-
- δόλιος
- πανοῦργος
- ποικίλος
- πολύπλοκος
- to be crafty against
- κατασοφίζομαι
- crazy
-
- make crazy
- περιτρέπω
- to be crazy
- σεληνιάζομαι
- create
-
- ἀποδείκνυμι
- δημιουργέω
- καταδεικνύω
- καταρτίζω
- κατασκευάζω
- κατεργάζομαι
- κτίζω
- ποιέω
- τεκταίνω
- create anew
- ἀνακτίζω
- create beforehand
- προδημιουργέω
- create in addition
- ἐπεξεργάζομαι
- first created
- πρωτόπλαστος
- newly created
- νεόκτιστος
- to be created
- καταρτίζω
- ἑδράζω
- to be created along with
- συγκτίζω
- created by God
- θεόκτιστος
- created thing
- κτίσμα
- creating
- συγκτίζω
- creating evil
- κακοποίησις
- Also see uncreated
- creation
-
- κοσμοποιΐα, κοσμοποιία
- κτίσις
- κτίσμα
- πλάσις
- ποίημα
- ποίησις
- six days of creation
- ἑξαήμερος
- creation of the world
- κοσμοποιΐα, κοσμοποιία
- Also see procreation
- creative
-
- creative act
- δημιουργία
- creative of life
- ζωοποιός
- creator
-
- δημιουργός
- γενεσιάρχης
- γενεσιουργός
- κτίστης
- ζωοποιός
- creator of all
- παντοκτίστης
- creator of the universe
- παντοκτίστης
- credulity
-
- πεισμονή
- Also see incredible
- creep
-
- ἕρπω
- creep in
- παρεμπίπτω
- ἐνδύνω
- creep in unawares
- παρείσακτος
- παρεισδύνω
- creep out of
- ἐξέρπω
- creeping thing
- ἑρπετόν
- crescent-shaped
-
- crescent-shaped ornament
- μηνίσκος
- crime
-
- ἀδίκημα
- ῥᾳδιούργημα
- in actual crime
- ἐπαυτοφώρῳ
- crisis
-
- περίστασις
- time of crisis
- καιρός
- criticism
-
- μέμψις
- ἐπιτίμησις
- beyond criticism
- ἀνεξέλεγκτος
- criticize
-
- ψογίζω
- criticize further
- προσεπιτιμάω
- crouch
-
- πτήσσω
- crouch down
- καταπτήσσω
- crouch down on one's hams
- ὀκλάζω
- crouch down ready to spring
- συστρέφω
- crowd
-
- ἀποθλίβω
- δῆμος
- ἴλη
- ὀχλέω
- ὄχλος
- ὅμιλος
- πληθύς
- θλίβω
- συνθλίβω
- σύστρεμμα
- crowd (of people)
- πλῆθος
- attract a crowd
- ὀχλαγωγέω
- draw a crowd
- ὀχλαγωγέω
- large crowd
- πολυπλήθεια
- make a crowd
- ὀχλοποιέω
- crowd around
- περίκειμαι
- crowd in the market place
- ἀγοραῖος
- crowd noise
- θροῦς
- crowd of people
- πολυοχλία
- crowd standing around
- περίστασις
- in crowds
- ἀθρόος
- crucify
-
- προσπήγνυμι
- σταυρόω
- crucify afresh
- ἀνασταυρόω
- crucify again
- ἀνασταυρόω
- crucify with
- συσταυρόω
- cruel
-
- ἀνήκεστος
- βαρύς
- χαλεπός
- σκληρός
- ὠμός
- cruel act
- κονδυλισμός
- cruel treatment
- σκυλμός
- kill in cruel way
- ἀποτυμπανίζω
- cry
-
- βοή
- δακρύω
- κλαίω
- cry (against)
- ἐπιφωνέω
- battle cry
- παιάν
- loud cry
- κραυγή
- utter a loud cry
- ἀναβοάω
- cry aloud
- ἐκβοάω
- cry aloud (in anguish or for help)
- βοάω
- cry for help
- κραυγάζω
- cry of command
- κέλευσμα
- cry of grief
- οἰμωγή
- cry of incitement
- κέλευμα
- cry out
- ἀλαλάζω
- ἀνακραυγάζω
- ἀνακράζω
- βοάω
- ἐκφωνέω
- ἐκκράζω
- ἐπιβοάω
- φωνέω
- καταβοάω
- κραυγάζω
- κράζω
- cry out aloud
- ὀλολύζω
- cry out from pain
- ἀλαλάζω
- cry out in grief
- οἰμώζω
- crying
- κλαυθμός
- loud crying
- ὀλολυγμός
- crying out against
- καταβόησις
- crystal
-
- γαβίς
- κρύσταλλος
- ὕαλος
- like crystal
- κρυσταλλοειδής