- add
-
- ἀναφέρω
- ἀποδίδωμι
- ἐπιβάλλω
- ἐπιλέγω
- ἐπιπροστίθημι
- ἐπιρρίπτω
- ἐπιτίθημι
- προσανατίθημι
- προσδίδωμι
- προσποιέω
- προστίθημι
- add a codicil (to a will)
- ἐπιδιατάσσομαι
- add in writing
- προσγράφω
- add ornaments to
- ἐπικοσμέω
- add salt
- ταριχεύω
- add seasoning
- ἀρτύω
- add strength to
- ἐπικραταιόω
- ἐπιρρώννυμι
- add to by mixing
- ἐπιμίγνυμι
- added
-
- added (numbers)
- ἔπειμι
- added (with silver)
- προσβλητός
- added to
- προσανοικοδομέω
- προσάπτω
- πρόσκειμαι
- προστίθημι
- addition
-
- πρόσθεμα
- πρόσθεσις
- ἐπίθεμα
- earn in addition
- προσεργάζομαι
- gain in addition
- ἐπικερδαίνω
- give in addition
- προσδίδωμι
- need in addition
- προσδέομαι
- προσδέω
- spend in addition
- προσαναλίσκω
- προσδαπανάω
- additionally
-
- expend additionally
- προσδαπανάω
- require additionally
- προσδέομαι
- work additionally
- προσεργάζομαι
- adhere
-
- ἀντέχω
- ἐπικρεμάννυμι
- ἐπιφύω
- ἐρείδω
- προσκαρτερέω
- προσκολλάω
- adhering
- πῆξις
- admiration
-
- have in admiration
- θαυμάζω
- worthy of admiration
- ἀξιοθαύμαστος
- admired
-
- admired of all observers
- περίβλεπτος
- admit
-
- ἀνθομολογέομαι
- ἐγκρίνω
- ἐνδέχομαι
- ἐξομολογέω
- ἐπιδέχομαι
- καταδέχομαι
- ὁμολογέω
- παραδέχομαι
- παραρρίπτω
- one must admit
- ἐκδεκτέον
- admitted (possible)
- ἐνδέχεται
- admitted
- συγχωρητέος
- Also see unadmit
- adopt
-
- ἀναιρέω
- ἀναλαμβάνω
- adopt a new lifestyle
- μεταδιαιτάω
- adopt foreign customs
- ἀλλοφυλέω
- adopt foreign religions
- ἀλλοφυλέω
- adoption
-
- adoption (of children, of sons)
- υἱοθεσία
- give up for adoption
- ἐκποιέω
- adoption of foreign customs
- ἀλλοφυλισμός
- adoption of foreign religions
- ἀλλοφυλισμός
- adornment
-
- κόσμος
- περιστολή
- ὡραϊσμός
- fond of adornment
- φιλόκοσμος
- adulterate
-
- δολόω
- νοθεύω
- καπηλεύω
- Also see unadulterate
- advance
-
- βαίνω
- ἐλαύνω
- προβαίνω
- προβάλλω
- πρόειμι
- προέρχομαι
- προήκω
- προκόπτω
- προσέρχομαι
- προχωρέω
- στρατεύω
- reveal in advance
- προδηλόω
- see in advance
- προοράω
- take in advance
- προλαμβάνω
- advance guard
- προφυλακή
- προφύλαξ
- advance to meet (the enemy)
- ἀντιπαράγω
- advanced fortification
- προτείχισμα
- advanced in age
- προήκω
- advantage
-
- ἐξοχή
- καρπός
- κέρδος
- λυσιτέλεια
- ὄφελος
- συμφέρω
- ὠφέλεια
- gain the advantage by trickery
- κατασοφίζομαι
- advantage gained
- προτέρημα
- take advantage of
- πλεονεκτέω
- προσλαμβάνω
- προφθάνω
- συγχράομαι
- have an advantage
- ὀνίνημι
- προέχω
- Also see disadvantage
- adversary
-
- ἀντίδικος
- ἀντίζηλος
- ἀντίπαλος
- διάβολος
- ἐχθρός
- σαταν
- σατανᾶς
- ὑπεναντίος
- to be an adversary
- ἀντίκειμαι