αντιζ-
αα
αβ
αγ
αδ
αε
αζ
αη
αθ
αι
ακ
αλ
αμ
αν
ανα
ανδ
ανε
ανη
ανθ
ανι
ανο
αντ
αντα-
αντε-
αντη-
αντι-
αντιβ-
αντιγ-
αντιδ-
αντιζ-
αντιθ-
αντικ-
αντιλ-
αντιμ-
αντιο-
αντιπ-
αντιρ-
αντισ-
αντιτ-
αντιφ-
αντιχ-
αντιψ-
αντλ-
αντο-
αντρ-
ανυ
ανω
αξ
αο
απ
αρ
ασ
ατ
αυ
αφ
αχ
αψ
αω
ἀντίζηλον
Parse:
Noun: Acc Sing Masc/Fem
Root:
ἀντίζηλος
ἀντίζηλος
Parse:
Noun: Nom Sing Masc/Fem
Meaning:
rival, adversary, jealous one
Adjectival:
in rivalry with, being jealous
Note:
In LXX it is Feminine, e.g., Lev 18:18
ἀντιζήλου
Parse:
Noun: Gen Sing Masc/Fem
Root:
ἀντίζηλος