- rudiment
-
- στοιχεῖον
- grounded in the rudiments
- γραμματικός
- ruin
-
- ἀφανίζω
- ἀνατρέπω
- ἀνατροπή
- ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- ἀπώλεια
- ἐκτρίβω
- ἔξαρσις
- φθείρω
- φθορά
- καθαίρεσις
- καταπίνω
- κατασκάπτω
- καταστρέφω
- καταστροφή
- λυμαίνω
- λυμάνω
- ὀλέκω
- ὀλεθρία
- ὄλεθρος
- ῥῆγμα
- συντριβή
- συντριμμός
- σύντριψις
- ruin (financially)
- φθείρω
- ruin (someone)
- ὄλλυμι
- ὀλοθρεύω
- ruin morally
- διαφθείρω
- to be ruined
- ἀνίημι
- ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπολλύω
- πταίω
- rule
-
- ἀρχή
- ἄρχω
- βασιλεία
- βασιλεύω
- βραβεύω
- δεσποτεία
- δεσποτεύω
- δεσπόζω
- δυναστεύω
- ἐνάρχομαι
- ἡγεμονεύω
- ἡγεμονία
- ἡγέομαι
- κανών
- κράτος
- κυριεύω
- νόμος
- ποιμαίνω
- προΐστημι, προίστημι
- προστατέω
- θεσμός
- rule (over someone)
- κατακυριεύω
- despotic rule
- τυραννίς
- laying down a rule
- ἐπινομή
- love of rule
- φιλαρχία
- shared rule
- συναρχία
- rule as a tyrant
- τυραννέω
- rule of the church
- ἐκκλησιαστικός
- rule over
- ἐπάρχω
- ἐπικρατέω
- κατακρατέω
- κατάρχω
- κρατέω
- rule the state
- πολιτεύω
- not ruled by a king
- ἀβασίλευτος
- submit to rules
- δογματίζω
- ruling
- κρίμα
- σύγκρισις
- ruling power
- κυριότης
- ἐξουσία
- ruler
-
- ἀρχή
- ἀρχηγός
- ἄρχων
- δυνάστης
- ἡγεμών
- κοσμοκράτωρ
- πρύτανις
- despotic ruler
- τύραννος
- for a despotic ruler
- τυραννικός
- majestic ruler
- μεγαλοκράτωρ
- of a ruler
- ἀρχοντικός
- of a despotic ruler
- τυραννικός
- ruler of a quarter of the region
- τετράρχης
- ruler of the city
- πολιτάρχης
- ruler of the synagogue
- ἀρχισυνάγωγος
- to be ruler over
- προστατέω
- rulers
- κυριότης
- ruliness
-
- See unruliness
- ruminating
-
- fourth stomach of ruminating animals
- ἤνυστρον
- rumour
-
- ἀκοή
- tell a rumour
- φημίζω
- to be rumoured
- ἀφικνέομαι
- run
-
- διώκω
- ἐπιτρέχω
- θέω
- ῥέω
- τρέχω
- run a risk
- κινδυνεύω
- run about
- περιτρέχω
- run across
- διατρέχω
- run after
- διώκω
- run aground
- ἐκπίπτω
- ἐπικέλλω
- ἐποκέλλω
- ἐξοκέλλω
- ἐξωθέω
- run ahead
- προτρέχω
- run all risks
- διακινδυνεύω
- run alongside
- παρατρέχω
- run among
- περιτρέχω
- run around
- περιρρέω
- περιτρέχω
- ῥέμβω
- run ashore
- ὀκέλλω
- run away
- ἀποπηδάω
- ἀποτρέχω
- ἐκφεύγω
- run away (from someone)
- ἀποδιδράσκω
- run back
- ἀνατρέχω
- run before
- προτρέχω
- run by
- παρατρέχω
- run down
- καταρρέω
- κατατρέχω
- run downward (from an upper level)
- κατατρέχω
- run forth
- προστρέχω
- ἐκτρέχω
- run from
- ἀποτρέχω
- run in
- εἰσπηδάω
- εἰστρέχω
- run off
- διαδιδράσκω
- ἀποτρέχω
- run out
- ἐκθέω
- ἐκτρέχω
- run out (e.g., my money has run out and now I'm poor)
- ἐκλείπω
- run over
- διατρέχω
- ναίω
- ὑπερεκχύνω
- run riot
- ἐξυβρίζω
- run short (of time)
- συντέμνω
- run straight
- κατατείνω
- run the risk
- παραρρίπτω
- run through
- διατρέχω
- πείρω
- run to
- προστρέχω
- run together
- συντροχάζω
- ἐπισυντρέχω
- run together so as to gather
- συντρέχω
- run toward
- προσθέω
- run under
- ὑποτρέχω
- run up
- ἀνατρέχω
- ἐπιτρέχω
- run upon
- ἐπανατρέχω
- ἐπιτρέχω
- συναντάω
- run with (someone)
- συντρέχω
- running
- δρόμος
- running beside or over
- παραδρομή
- running together
- συνδρομή
- running water
- νᾶμα
- ποταμός
- running waters
- πηγή
- rush
-
- βάλλω
- ἐξορμάω
- ὁρμάω
- rush (of water)
- ὅρμημα
- rush (reed)
- σχοῖνος
- flowering rush
- βούτομον
- violent rush
- ὅρμημα
- with a rush
- ῥοῖζος, ῥοίζος
- rush after
- ἐπιφέρω
- rush eagerly at
- ἐπιθύω
- rush forward
- ὀρούω
- rush in
- εἰσπηδάω
- ἐμφέρω
- rush in suddenly and forcibly
- ἐπεισέρχομαι
- rush out
- ἐκπηδάω
- μαιμάσσω
- rush upon
- ἐνσείω
- ἐπεκχέω
- ἐπιφέρω
- κατεφίστημι
- rushing
- λάβρος
- ὁρμή
- rushing stream
- χειμάῤῥους
- rustle
-
- rustling of wind (in the trees)
- συσσεισμός