- carbuncle
-
- ἄνθραξ
- of carbuncle
- ἀνθράκινος
- care
-
- ἐπιμέλεια
- ἐπίστασις
- φροντίς
- κηδεμονία
- κομιδή
- μελέτη
- μέλω
- μέριμνα
- πρόνοια
- προσοχή
- θεραπεία
- ὤρα
- care (for the dead)
- κηδεία
- freedom from care
- ἀμεριμνία
- one who takes care
- τιθηνός
- take care
- ἐπισκοπέω
- μελετάω
- μέλω
- care about
- προνοέω
- care afterwards
- μεταμέλομαι
- care for
- ἀντέχω
- διακονέω
- ἐπισκοπέω
- φροντίς
- μεριμνάω
- μιμνήσκω
- ποιμαίνω
- πολυωρέω
- προΐστημι, προίστημι
- προνοέω
- προσέχω
- τημελέω
- τρέφω
- care for (physically or otherwise)
- ἐπιμελέομαι
- care for (someone or something)
- θεραπεύω
- fail to care for
- ἀτημελέω
- care for dead body
- κηδεία
- care for plants
- θεραπεύω
- care for the needs of someone
- θεραπεύω
- care in advance
- προμεριμνάω
- care nothing
- ἐπιλανθάνω
- care nothing for
- καταφρονέω
- take care of (animals)
- συνάγω
- have the care of
- ἐπιστατέω
- take care of
- διατηρέω
- ἐπιμελέομαι
- φροντίζω
- κομίζω
- συνάγω
- τιθηνέω
- take care that
- ἐντρέπω
- careful
-
- φροντιστέος
- ἐπιμελής
- to be very careful
- πολυωρέω
- to be careful
- φυλάσσω
- to be careful about
- φροντίζω
- careful investigation of (something)
- ἀκριβασμός
- careful prosecution of an affair
- πραγματεία
- carefully
-
- ἀκριβῶς
- ἐπιμελῶς
- νοητῶς
- προσεχόντως
- more carefully
- σπουδαιοτέρως
- careless
-
- ἄφροντις
- ἀμελής
- ἀργός
- φαῦλος
- to be careless of
- ἀμελέω
- to be careless
- ἀκηδιάω
- ἀφροντιστέω
- παραβουλεύομαι
- παραρρέω
- παρίημι
- caring
-
- τιθηνία
- caring about petty expenses
- μικρολόγος
- carnivorous
-
- σαρκοβόρος
- σαρκοφάγος
- to be carnivorous
- σαρκοφαγέω
- carob-tree
-
- carob-tree pod
- κεράτιον
- carpentry
-
- of carpentry
- τεκτονικός
- carried
-
- to be carried
- φέρω
- not to be carried
- ἀβάστακτος
- to be carried away
- παρακομίζω
- carried away of the flood
- ποταμοφόρητος
- carrier
-
- letter carrier
- βιβλιαφόρος
- water carrier
- ὑδροφόρος
- carry
-
- ἀναβιβάζω
- βαστάζω
- φέρω
- φορέω
- πορίζω
- something that carries
- ὄχημα
- carry (a non-burden, e.g., scars)
- βαστάζω
- carry (along)
- παρακομίζω
- carry (anything burdensome)
- βαστάζω
- carry a grudge
- μηνίω
- carry about
- διαφέρω
- carry across
- διάγω
- διαφέρω
- carry around
- διαστρέφω
- carry around along with
- συμπεριφέρω
- carry away
- ἀπάγω
- ἀποφέρω
- ἀποικίζω
- ἀποκομίζω
- βαστάζω
- ἐκφέρω
- ἐκπεράω
- μεταφέρω
- μεταγίνομαι
- μεταίρω
- μετοικίζω
- παραφέρω
- ὑποφέρω
- carry away (as a prize or booty)
- κομίζω
- carry away with
- συναπάγω
- carry back
- ἀναφέρω
- ὑπάγω
- carry back news of
- ἀναγγέλλω
- carry down
- κατάγω
- καταφέρω
- carry down with
- συγκαταφέρω
- carry forth
- προφέρω
- carry in
- εἰσκομίζω
- carry into
- εἰσφέρω
- carry inward
- εἰσφέρω
- carry off
- ἀναιρέω
- ἁρπάζω
- ἐκφέρω
- κατασύρω
- κομίζω
- carry off as booty
- καταπρονομεύω
- carry off as plunder
- λαμβάνω
- carry off safe
- σώζω
- carry on a discussion
- συζητέω
- carry on a piratical war
- λῃστεύω
- carry on one's back
- κατανωτίζομαι
- carry on wings
- ἀναπτερόω
- carry one's head high
- ὑπτιάζω
- carry out
- ἐκπεράω
- ἐκπληρόω
- ἐργάζομαι
- κατανύω
- τελέω
- carry out (a corpse for burial)
- ἐκκομίζω
- carry out of
- ἐκφέρω
- carry out of danger
- ὑποφέρω
- carry over
- διαβιβάζω
- διαφέρω
- διακομίζω
- carry over (a place)
- ὑπερφέρω
- carry the neck high
- ὑψαυχενέω
- carry the world
- κοσμοφορέω
- carry through
- διαφέρω
- carry together with
- συμβαστάζω
- carry up
- ἀναβιβάζω
- ἀναφέρω
- ἀνακομίζω
- carry up together with
- συναναφέρω
- carry water
- ὑδρεύω