- capital
-
- γεῖσος
- capital (of a column)
- ἐπίθεμα
- capital (of a pillar)
- χωθάρ
- financial capital
- κεφάλαιον
- capital city
- μητρόπολις
- capitulation
-
- capitulation (of a city)
- παράδοσις
- capricious
-
- to be capricious
- ἀναπτερόω
- captain
-
- ἄρχων
- κυβερνήτης
- ναύκληρος
- πρωρεύς
- πρωτοστάτης
- στρατηγός
- captain of horses
- ἵππαρχης
- captain of one hundred men
- ἑκατοντάρχης
- captain of one hundred soldiers
- κεντυρίων
- captain of the guard
- στρατοπεδάρχης
- captivated
-
- to be captivated
- συναρπάζω
- captive
-
- αἰχμαλωτίς
- αἰχμάλωτος
- δεσμώτης
- bound captive
- δέσμιος
- lead away captive
- αἰχμαλωτίζω
- lead captive
- αἰχμαλωτεύω
- make captive
- αἰχμαλωτίζω
- to be led captive
- χειρόω
- to be taken captive
- συναλίσκομαι
- captive of the spear
- δοριάλωτος
- captive to one's spear
- αἰχμάλωτος
- group of captives
- αἰχμαλωσία
- co-captive
- συναιχμάλωτος
- captivity
-
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτισμός
- ἀποικεσία
- ἀποικία
- ἀποικισμός
- μετοικία
- bring into captivity
- αἰχμαλωτίζω
- leading away into captivity
- ἀπαγωγή
- place of captivity
- ἀποικία
- release from captivity
- ἄφεσις
- capture
-
- ἀφαίρεσις
- ἀγρεύω
- αἰχμαλωτεύω
- αἰχμαλωτίζω
- ἁλίσκω
- ἅλωσις
- ἐπιπίπτω
- κατάληψις, κατάλημψις
- πιάζω
- προνομεύω
- σύλλημψις
- capture (someone)
- συλλαμβάνω
- capture alive
- ζωγρέω
- capture first
- προκαταλαμβάνω
- captured slave
- ἀνδράποδον
- capturing alive
- ζωγρία