- piece
-
- ἀπόσπασμα
- διχοτόμημα
- κλάσμα
- θραῦσμα
- piece (torn off something)
- ῥῆγμα
- of a single piece
- ἄῤῥαφος
- piece broken off
- ψεκάς
- piece of cloth
- βάρ
- ῥάκος
- piece of clothing
- ἐπίβλημα
- piece of flesh
- σαρκίον
- piece of gold
- χρυσοῦς
- piece of ground
- ἀγρός
- κτῆμα
- piece of land
- χωρίον
- piece of land measured out
- σχοίνισμα
- piece of leather
- διφθέρα
- piece of reasoning
- ἐνθύμημα
- piece of rock
- πέτρος
- piece of silver
- ἀργύριον
- δραχμή
- piece of timber used instead of a bond-stone
- ἱμάντωσις
- small piece of wood
- ξυλάριον
- piece of wood cleft off
- σχίζα
- piece of writing
- γράμμα
- piece recited
- ἀκρόαμα
- piece torn off
- ἔκρηγμα
- pieces of wood
- πυρεῖον
- pierce
-
- ἀναπείρω
- διαπείρω
- διεξέρχομαι
- διϊκνέομαι
- ἐκκεντέω
- κεντέω
- νύσσω
- πείρω
- πλήσσω
- τετραίνω
- pierce at once
- συνεκκεντέω
- pierce thoroughly
- κατανύσσω
- pierce through
- ἀναπείρω
- ἀποκεντέω
- διελαύνω
- κατακεντέω
- περιπείρω
- τρυπάω
- pierce through (walls)
- τιτρώσκω
- pierce together
- συγκεντέω
- piercing
- ἀνάπειρος
- ἀποκέντησις
- pillar
-
- αἴλ
- αἰλάμ
- κίων
- σταθμός
- στήλη
- στῦλος
- pillar (of smoke)
- στέλεχος
- surrounded with pillars
- περίστυλος
- with pillars round the wall
- περίστυλος
- pillow
-
- κερβικάριον
- προσκεφάλαιον
- linen pillow
- λινοῦς
- pilot
-
- διακυβερνάω
- κυβερνάω
- pilot (of a ship)
- κυβερνήτης
- pirate
-
- πειρατήριον
- πειρατής
- gang of pirates
- πειρατήριον
- pistachio
-
- pistachio nut
- τερέβινθος
- τερέμινθος
- pitch
-
- ἀσφαλτόπισσα
- ἄσφαλτος
- πίσσα
- pitch (a tent)
- πήγνυμι
- smear with pitch
- ἀσφαλτόω
- pitch a tent
- σκηνόω
- pitch camp
- καταστρατοπεδεύω
- παρεμβάλλω
- pitch one's camp
- κατασκηνόω
- pitilessly
-
- pitilessly impudently
- ἀναιδῶς
- pity
-
- ἐλεάω
- ἐλεημοσύνη
- ἔλεος
- οἰκτιρμός
- οἶκτος
- have pity (on something)
- κατοικτίρω
- exercise pity
- οἰκτίρω
- οἰκτείρω
- feel pity
- ἐλεάω
- ἐπισπλαγχνίζω
- σπλαγχνίζω
- have pity
- ἐλεέω
- look with pity
- ἐπιβλέπω
- receive pity
- ἐλεέω
- without pity
- ἀνηλεής