- accept
-
- ἀναδέχομαι
- ἀπόδεκτος
- ἀπολαμβάνω
- δεκτός
- δέχομαι
- δοκιμάζω
- ἐγκρίνω
- ἐνδέχεται
- ἐπιδέχομαι
- καταδέχομαι
- λαμβάνω
- μεταλαμβάνω
- προσδέχομαι
- προσλαμβάνω
- ὑπολαμβάνω
- χωρέω
- not accept
- ἀπωθέω
- accept near
- παραδέχομαι
- access
-
- ἐπίβασις
- προσαγωγή
- πρόσβασις
- difficult of access
- δυσπρόσιτος
- accessible
-
- βατός
- βέβηλος
- ἐφικτός
- ἔφοδος
- Also see inaccessible
- accommodation
-
- accommodation for animals
- κατάλυσις
- account
-
- διήγησις
- ἱστορία
- ἀκοή
- λόγος
- διαλογή
- give an account
- ἀπολογέομαι
- on which very account
- διόπερ
- put on account
- ἐλλογέω
- settlement of an account
- λόγος
- take away from the opposite sides of an account
- ἀνταναιρέω
- take into account
- ἐπιτηρέω
- ask an account of
- ἐκλογίζομαι
- accrue
-
- accrue to one
- παραγίνομαι
- accusation
-
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰτίωμα
- ἀφίημι
- κατηγορία
- κρίσις
- false accusation
- διαβολή
- συκοφαντία
- lodge an accusation
- κατατίθημι
- accuse
-
- αἰτιάομαι
- διαβάλλω
- ἐγκαλέω
- κακηγορέω
- κακίζω
- κατηγορέω
- accuse already
- προαιτιάομαι
- accuse falsely
- ἐνδιαβάλλω
- συκοφαντέω
- accuse of
- καταλέγω
- falsely accusing
- προφασιστικός
- reproachfully accusing
- προφασιστικός
- accused
- αἴτιος
- to be accused before (someone)
- ἐγκαλέω
- not accused
- ἀνέγκλητος
- Also see unaccuse
- accuser
-
- κατεντευκτής
- κατήγορος
- κατήγωρ
- false accuser
- διάβολος
- συκοφάντης
- accustom
-
- Also see unaccustom
- accustom to
- ἐθίζω
- accustom (one's mouth) to (something)
- συνεθίζω