- scalp
-
- ἀποσκυθίζω
- ἀποτρίβω
- κόμη
- scalp (an enemy) in the Scythian style
- περισκυθίζω
- scar
-
- οὐλή
- ὠτειλή
- complete scar formation
- συνούλωσις
- scatter
-
- διαχέω
- διαλύω
- ἐκτινάσσω
- ἐξοδιάζω
- λικμάω
- πάσσω
- σπείρω
- scatter (abroad)
- σκορπίζω
- scatter abroad
- ἀποσκεδάζω, ἀποσκεδάννυμι
- διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
- διασκορπίζω
- διασπείρω
- ῥίπτω
- scatter around
- περιχέω
- scatter like chaff
- λικμάω
- scattered (abroad)
- διασπορά
- to be scattered abroad
- κατασπείρω
- to be scattered around
- περιρρέω
- scattered seed
- σπόρος
- scattering
- διασκορπισμός
- σκορπισμός
- sceptre
-
- σκῆπτρον
- ῥάβδος
- sceptre of the 12 tribes (of Israel)
- δωδεκάσκηπτρον
- scorn
-
- χλεύη
- ἐμπαιγμός
- ἐμπαίζω
- ἐξουδενέω
- ἐξουδένημα
- ἐξουδενόω
- ἐξουδένωμα
- ἐξουδένωσις
- ἐξουθενέω
- καταφρονέω
- καταμωκάομαι
- μυκτηρισμός
- ὀνειδίζω
- σκορακισμός
- laugh to scorn
- καταγελάω
- ἐκπαίζω
- object of scorn
- μωκάομαι
- scorning
- σκορακισμός
- scoundrel
-
- hating scoundrels
- μισοπόνηρος
- scrap
-
- scrap picker
- σπερμολόγος
- scraps
- περίσσευμα
- scream
-
- κραυγάζω
- scream aloud
- ἀνακράζω
- scream to prove oneself right
- προσεμβριμάομαι
- scream to prove oneself the victim
- προσεμβριμάομαι
- scream up
- ἀνακράζω
- screen
-
- screen (to the Most Holy Place) in the Jewish Temple
- καταπέτασμα
- scribe
-
- γραμματεύς
- scribe (an expert in Jewish law)
- γραμματεύς
- office of a scribe
- γραμματεία
- to be scribe
- γραμματεύω
- Also see prescribe
- Also see inscribe
- scrutiny
-
- δοκιμασία
- ἐξέτασις
- reject on scrutiny
- ἀποδοκιμάζω