- decapitate
-
- ἀποκεφαλίζω
- ἀποτέμνω
- decapitated head
- προτομή
- decease
-
- νέκρωσις
- deceased
- θεομακρίτης
- to be deceased
- ἀπογίνομαι
- deceit
-
- ἀπάτη
- δολιότης
- δόλος
- κακοτεχνία
- πλάνη
- πλημμέλεια
- ῥᾳδιουργία
- σκολιότης
- use deceit
- δολιόω
- without deceit
- ἄδολος
- deceive
-
- ἀπατάω
- διαχλευάζω
- διαρτάω
- διαψεύδομαι
- δολιόω
- δολόω
- ἐμπαίζω
- ἐξαπατάω
- φρεναπατάω
- καταπαίζω
- κατασοφίζομαι
- μεθοδεύω
- παρακρούω
- παραλλαγή
- παραλογίζομαι
- deceive (i.e., to lead into deception)
- αἰχμαλωτίζω
- deceive (someone)
- πλανάω
- go behind (someone's) back to deceive
- πτερνίζω
- to be deceived
- ψεύδομαι
- deceiver
-
- ἐμπαίκτης
- φρεναπάτης
- πλάνος
- world deceiver
- κοσμοπλανής
- decide
-
- βουλεύω
- βραβεύω
- διαγιγνώσκω
- διαγινώσκω
- διακρίνω
- δικάζω
- ἐλέγχω
- ἐπικρίνω
- ἐπιλύω
- κρίνω
- προαιρέω
- συγκρίνω
- decide (among themselves)
- συντίθημι
- power to decide
- ἐπιτροπή
- right to decide
- ἐξουσία
- decide a case as an arbitrator
- ἐκδιαιτάω
- decide against
- καταβραβεύω
- decide finally
- ἐκδικάζω
- decide in favour of
- κυρόω
- Also see undecided
- decidedly
-
- See undecidedly
- deck
-
- σανίδωμα
- deck all around
- περικοσμέω
- deck out
- ἐξασκέω
- deck with garlands
- καταστέφω
- declaration
-
- ἀνάδειξις
- γνώμη
- λόγος
- make a supplementary declaration
- προσαναφέρω
- declare
-
- ἀγορεύω
- ἀνατίθεμαι
- ἀνατίθημι
- ἀπαγγέλλω
- ἀποφαίνω
- ἀποφθέγγομαι
- δηλόω
- διαγγέλλω
- διαγορεύω
- διασαφέω
- διηγέομαι
- διορίζω
- ἐκφαίνω
- ἐξαγορεύω
- καταγγέλλω
- μαρτυρέω
- μηνύω
- ὁρίζω
- declare (publicly)
- ὁμολογέω
- declare boldly
- παῤῥησιάζομαι
- declare good news
- εὐαγγελίζω
- declare invalid
- ἀθετέω
- declare obsolete
- παλαιόω
- declare public property
- δημεύω
- declare to
- ὑποδείκνυμι
- ὑποδεικνύω
- declare unclean
- κοινόω
- declare under penalty upon defaulting
- ἀναθεματίζω
- to be declared holy
- ὁσιόω
- decorate
-
- κατακοσμέω
- κοσμέω
- decorate after
- ἐπικοσμέω
- decorate with gold
- χρυσόω
- decorating oneself with
- περίθεσις
- decorum
-
- εὐσχημοσύνη
- behave with decorum
- εὐσχημονέω