- remain
-
- ἀναμένω
- διαμένω
- διατελέω
- διατρίβω
- ἐκλείπω
- ἐμμένω
- ἔπειμι
- ἐπιμένω
- καταλείπω
- καταμένω
- κατασκηνόω
- μένω
- παραμένω
- περιλείπω
- προσμένω
- ὑφίστημι
- ὑπολείπω
- ὑπομένω
- remain (instead of fleeing)
- ὑπομένω
- remain about
- περιμένω
- remain alive
- περιβιόω
- remain behind
- ἀπολείπω
- ἀπομένω
- ὑφίστημι
- remain by
- διαμένω
- remain dark
- σκοτάζω
- remain inactive
- καθέζομαι
- remain longer
- προσμένω
- remain silent
- παρασιωπάω
- remain unpunished
- ἀθῳόω
- remaining
- ἐπίλοιπος
- κατάλοιπος
- λοιπός
- περισσός
- ὑπόλοιπος
- leave remaining
- παραλείπω
- ὑπολείπω
- to be remaining
- περισσεύω
- ὑπολείπω
- remaining incomplete
- ἀνήνυτος
- remaining ones
- κατάλοιπος
- remaining over
- ἀπόλοιπον
- remaining time
- λοιπός
- remains
- λείψανον
- remember
-
- ἀναμιμνήσκω
- ἀπομνημονεύω
- ἐπανεμέω
- ἐπιμιμνήσκω
- μιμνήσκω
- μνάομαι
- μνημονεύω
- συντηρέω
- σώζω
- ὑπομιμνήσκω, ὑπομιμνῄσκω
- remember (something) again
- ἐπαναμιμνῄσκω
- remember past wrongs
- μνησικακέω
- to be remembered
- ὀνομάζω
- remembering
- ὑπομνηματισμός
- remembrance
-
- μνεία
- μνημεῖον
- μνήμη
- ὑπόμνημα
- ὑπομνηματισμός
- ὑπόμνησις
- remembrance (again)
- ἀνάμνησις
- note down for remembrance
- ὑπομνηματίζομαι
- of remembrance
- μνημόσυνος
- remembrance of wrongs
- μνησικακία
- remind
-
- ἀναμιμνήσκω
- ἐπιμιμνήσκω
- καταμιμνήσκω
- remind (someone) of (something)
- ὑπομιμνήσκω, ὑπομιμνῄσκω
- remind (someone) of (something) again
- ἐπαναμιμνῄσκω
- remind (someone) that
- ὑπομιμνήσκω, ὑπομιμνῄσκω
- remind one of a thing beside
- προσυπομιμνήσκω
- remind oneself
- μιμνήσκω
- reminding
- ὑπόμνησις
- reminder
-
- ὑπόμνησις
- reminder (memorandum)
- μνημόσυνον
- remove
-
- ἀφαιρέω
- ἀφανίζω
- αἴρω
- ἀναστέλλω
- ἀνταναιρέω
- ἀντανέρχομαι
- ἀπαίρω
- ἀποβάλλω
- χωρίζω
- διΐστημι, διίστημι
- δύω
- ἐκβάλλω
- ἐκχωρέω
- ἐκλαμβάνω
- ἐκσπάω
- ἐπιλέγω
- ἐξαιρέω
- ἐξαίρω
- ἐξέλκω
- κινέω
- λαμβάνω
- μεθίστημι
- μεταίρω
- μετακινέω
- μεταναστεύω
- μετανίστημι
- μετατίθημι
- παραβιβάζω
- παραφέρω
- παραιρέω
- περιαιρέω
- συστέλλω
- ὑπεξαιρέω
- ὑπολύω
- remove (clothing)
- ἀπεκδύομαι
- remove (e.g., a corpse, one's sandals, disease)
- βαστάζω
- remove (foreign gods)
- περιαιρέω
- remove (no suggestion of lifting up)
- αἴρω
- lift up and remove
- μεταίρω
- remove by purification
- καθαρίζω
- remove darkness
- ἀπαμαυρόω
- remove for the purpose of purification
- καθαρίζω
- remove from
- ἀπαλλάσσω
- χωρίζω
- μεθίστημι
- παραιρέω
- περιαιρέω
- remove from its place
- παρεξίστημι
- remove from life
- ἐξάγω
- remove from office
- μετάγω
- remove furniture
- ἀποσκευάζω
- remove into
- μετοικίζω
- remove lice
- φθειρίζω
- remove obscurity
- ἀπαμαυρόω
- remove oneself
- ἐκτοπίζω
- remove ore
- μεταλλεύω
- remove the mark of circumcision (by recovering with the foreskin)
- ἐπισπάω
- remove to a distance
- μακρύνω
- remove together
- συναπάγω
- remove water with a pail
- ἀντλέω
- to be removed
- ἀνταναιρέω
- ἀποικίζω
- ἀποκάθημαι
- περιστρέφω
- σαλεύω
- ὑπεξαιρέω
- to be removed from
- καθαιρέω
- removed into exile
- ἰγλαάμ