- repair
-
- καινίζω
- ἐπισκευάζω
- repair (nets)
- καταρτίζω
- something used for repairing
- ἀνάλημμα
- repay
-
- ἀνταποδίδωμι
- ἀνταποτίνω
- ἀντιδίδωμι
- ἀποδίδωμι
- ἀποτιννύω
- ἀποτίνω
- repaying
- ἀνταπόδοσις
- one who repays
- ἀνταποδότης
- repayment
-
- ἀνταπόδομα
- ἀνταπόδοσις
- tender in repayment
- ἀνταποδίδωμι
- repeat
-
- δευτερολογέω
- δευτερόω
- προστίθημι
- repeat in proper order
- ἀνατάσσομαι
- repeat over and over
- θρυλέω
- repeated
- κάθοδος
- thrice repeated
- τριπλόυς
- to be repeated
- προστίθημι
- repeated law
- δευτερονόμιον
- repent
-
- ἀρνέομαι
- κατανύσσω
- μετανοέω
- repent (self)
- μεταμέλομαι
- not to be repented of
- ἀμεταμέλητος
- repentance
-
- μεταμέλεια
- μετάμελος
- μετάνοια
- feel repentance
- μεταμελέω
- without repentance
- ἀμεταμέλητος
- repentant
-
- See unrepentant
- repetitions
-
- use vain repetitions
- βαττολογέω
- re-plaster
-
- re-plaster (a wall)
- ἐξαλείφω
- replenish
-
- replenish besides
- προσαναπληρόω
- reply
-
- ἀντιφωνέω
- ἀπάντησις
- ἀποκρίνω
- ἀπολογία
- προσλέγω
- ὑπολαμβάνω
- write in reply
- ἀντιγράφω
- reply against
- ἀνταποκρίνομαι
- report
-
- ἀγγελία
- ἀκοή
- ἀναφέρω
- ἀναγγέλλω
- ἀπαγγελία
- ἀπαγγέλλω
- ἀπόκρισις
- ἐξαγγέλλω
- φάσις
- φήμη
- ἦχος
- καταγορεύω
- κατηχέω
- μαρτυρία
- μηνύω
- προσαγγέλλω
- προσαναφέρω
- σημαίνω
- evil report
- δυσφημία
- καταλαλιά
- give an accurate report
- διαγνωρίζω
- good report
- εὐφημία
- make a report
- ἐμφανίζω
- of good report
- εὐκλεής
- official report
- ἀπόκριμα
- spread a report
- φημίζω
- report to
- προσφέρω
- to be falsely reported
- καταψεύδω
- to be reported
- ἀκούω
- spread false reports
- ψευδολογέω
- repose
-
- ἀνάπαυμα
- reposing down
- κατάπαυσις
- reproach
-
- ἀτιμία
- ἔγκλημα
- κακίζω
- λοιδορέω
- λοιδόρησις
- λοιδορία
- μῶμος
- ὀνείδισμα
- ὀνειδισμός
- ὀνειδίζω
- ὄνειδος
- ὑβρίζω
- object of reproach
- ὄνειδος
- without reproach
- ἀνέγκλητος
- reproach besides
- προσεπιτιμάω
- reproached
- ἐπονείδιστος
- without reproaching
- ἀνονειδίστως
- Also see irreproachable
- reproachfully
-
- reproachfully accusing
- προφασιστικός
- repudiate
-
- ἀποδοκιμάζω
- ἀπωθέω
- repudiate (someone)
- ἀποστρέφω
- repugnance
-
- feel repugnance for
- προσκόπτω
- reputable
-
- ἐλλόγιμος
- εὔφημος
- εὐσχήμων
- Also see disreputable