- over
-
- ἐπάνω
- ἐπί+Acc
- καθύπερθε
- κατά
- πέραν
- ὑπεράνω
- over (as authority over someone)
- ἐπί+Dat
- over (as power over someone)
- ἐπί
- over (e.g., over the field)
- ἀνὰ τὸν γεώργιον
- to be over
- ἐφίστημι
- συντελέω
- over a vast space
- μεγαλωστί
- over against
- ἀντικρύ
- ἄντικρυς
- ἀντιπέραν
- ἀπέναντι
- κατά
- κατέναντι
- κατεναντίον
- πέραν
- over and above (number)
- ἔπειμι
- προσέτι
- over much
- πέραν
- ὑπεράγαν
- overburdened
-
- to be overburdened
- περισπάω
- overcome
-
- ἡττάω
- καταγωνίζομαι
- κατακυριεύω
- νικάω
- περιέχω
- περιγίνομαι
- ὑπερδυναμόω
- to be overcome
- ἡσσάομαι
- ἡττάω
- overcome by wine
- κατοινόω
- overflow
-
- ἐπικλύζω
- ἐπιρρέω
- ἐξερεύkομαι
- ἐξυβρίζω
- κατακλύζω
- περισσεύω
- ὑπερχέω
- ὑπερεκχέω
- ὑπερεκχύνω
- ὑπερπερισσεύω
- ὑπερπλεονάζω
- cause to overflow
- ὑπερχέω
- overflow with
- ἐξερεύγομαι
- overhanging
-
- πρόκρημνος
- overhanging cliff
- κρημνός
- overlay
-
- ἐπικοιμάω
- overlaid (with silver)
- προσβλητός
- overlay (e.g., overlay with gold)
- περιέχω
- overlay (with gold)
- περικαλύπτω
- συγκλείω
- overlook
-
- εἰσκύπτω
- ἐπιλανθάνω
- παραβλέπω
- παραθεωρέω
- παροράω
- ὑπερείδω
- ὑπεροράω
- overlooking
- παρόρασις
- ὑπερόρασις
- overpower
-
- βιάζω
- χειρόω
- δαμάζω
- δυναστεύω
- καθαιρέω
- καταστασιάζω
- κατεργάζομαι
- κατισχύω
- ὑπερδυναμόω
- ὑπερισχύω
- ὑπερκρατέω
- overpower before
- προκαταλαμβάνω
- overpower by force
- καταναγκάζω
- to be overpowered
- βιάζω
- ἑσσόομαι
- to be overpowered by wine
- κραιπαλάω
- overtake
-
- ἐπέρχομαι
- ἐπικαταλαμβάνω
- καταφθάνω
- καταλαμβάνω
- κατατρέχω
- λαμβάνω
- παρατρέχω
- προλαμβάνω
- overtaken and surrounded
- περικατάληπτος
- to be overtaken together with (someone else)
- συμπαραλαμβάνω
- overthrow
-
- ἀνατρέπω
- ἀνατροπή
- ἥττημα
- καταβάλλω
- καταπαλαίω
- καταρρίπτω
- κατασκάπτω
- καταστρέφω
- καταστροφή
- καταστρώννυμι
- σκελίζω
- ὑποσκέλισμα
- ὑποσκελίζω
- overthrow (by tripping up as in wrestling)
- σφάλλω
- overthrow (further)
- προσανατρέπω
- to be overthrown
- συμποδίζω
- overturn
-
- ἀνακυλίω
- ἀναστρέφω
- ἀνατρέπω
- καταστρέφω
- περιτρέπω
- overturn besides
- προσανατρέπω
- overturn utterly
- διασφάλλω
- overwhelm
-
- ἐκπλήσσω
- καταχώννυμι
- στοιβάζω
- overwhelm (of rivers)
- συγκλύζω
- overwhelmed
- περιαντλέω
- to be overwhelmed (with fright or wonder)
- ἐκπλήσσω
- to be overwhelmed
- καταντλέω
- overwhelmed by a stream
- ποταμοφόρητος