περιγενέσθαι
περιγενηθεῖσαν
περιγενόμενοι
περιγίνεται
περιγίνομαι
  • Meaning:
    • to become master of, overcome, prevail
    • to be superior, surpass
  • Forms:
    • περιγίνεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • περιεγένοντο Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
    • περιγενηθεῖσαν Part: Aor Pass Acc Sing Fem
περιγινόμενα
περιγραφή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: the general, outward appearance