- escape
-
- ἀποφεύγω
- διαδιδράσκω
- διαφεύγω
- διαπίπτω
- διεξέρχομαι
- διεξοδεύω
- ἐκδύνω
- ἐκδύω
- ἐκφεύγω
- ἐκφυγή
- ἐκπηδάω
- ἐκωύγω
- φεύγω
- φυγή
- καταφεύγω
- παρέρχομαι
- σώζω
- hard to escape
- δυσάλυκτος
- way to escape
- ἔκβασις
- without any possibility of escape
- ἀφεύκτως
- escape along
- παροίχομαι
- escape as a fugitive
- φυγαδεύω
- escape by stealth (from someone)
- ἀποδιδράσκω
- escape by swimming
- ἐκκολυμβάω
- escape from
- ἀνασῴζω
- ἀποφεύγω
- διασῴζω
- escape notice
- διαλανθάνω
- λανθάνω
- keep from escaping
- ἀσφαλίζω
- Also see inescapable
- escort
-
- ἀπάντησις
- ἀποκομίζω
- παρακομίζω
- παραπομπή
- πέμπω
- προηγέομαι
- προπέμπω
- προπομπή
- συμπροπέμπω
- to be escort
- πομπεύω
- escorting
-
- προπομπή
- join in escorting
- συμπροπέμπω
- established
-
- κύριος
- στηρίζω
- to be established
- ἐπιστηρίζω
- κατατίθημι
- ὀρθόω
- to be well established
- στηρίζω
- to be established as recompense
- ἀντίκειμαι
- established by God
- θεόκτιστος
- estate
-
- ἔγκτησις
- κτῆμα
- οὐσία
- apportion an estate
- κατακληροδοτέω
- king's estate
- τέμενος
- low estate
- ταπεινότης
- not yet come to man's estate
- ἄνηβος
- estrange
-
- ἀπαλλοτριόω
- estrange from
- ἀλλοτριόω
- to be estranged
- ἀπέχω
- ἐξαλλοτριόω