er
Er
era-
ere-
err-
eru-
era
ἡμέρα
erase
διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
ἐξαλείφω
Erastus
ἔραστος
ere
πρίν
erect
ἐφίστημι
ἐγείρω
κατασκευάζω
κατορθόω
ὀρθόω
θεμελιόω
στηλόω
stand erect
ἀνακύπτω
to be erected (of sheaves)
ὀρθόω
erection
erection of a bulwark
χαρακοβολία
erection of a stockade
χαρακοβολία
err
ἀποπλανάω
ἀστοχέω
διαπίπτω
σφάλλω
erring
πλημμελής
Also see
unerring
erratic
erratic teacher
πλανήτης
erroneous
erroneous opinion (of false doctrine)
ἑτεροδοξία
error
ἀγνόημα
ἀμβλάκημα
ἀμβλακία
ἀμπλακία
ἀποπλάνησις
ἀπόπτωμα
διάπτωσις
κενοδοξία
περιφέρεια
πλάνη
πλάνησις
πλάνος
πλημμέλεια
πταῖσμα
erupt
ἐκζέω