- every
-
- ἕκαστος
- πᾶς
- (no article) + πᾶς + noun
- every (one)
- ἅπας
- every city
- πᾶσα πόλις
- every day
- ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν
- every time
- πάντοτε
- every whit
- ὅλος
- evidence
-
- ἔνδειγμα
- evidence (given to prevent)
- διαμαρτυρία
- confirm by evidence
- προσμαρτυρέω
- ocular evidence
- παρατήρησις
- evidence given
- μαρτυρία
- evil
-
- ἄνομος
- ἄτοπος
- κακία
- κακός
- κακοῦργος
- κακῶς
- πονηρεύομαι
- πονηρός
- σαπρός
- anything devoted to evil
- ἀνάθεμα
- commit evil
- πονηρεύομαι
- creating evil
- κακοποίησις
- doing evil
- κακοποίησις
- hatred of evil
- μισοπονηρία
- plot evil
- κακοτεχνάομαι
- speak evil
- βλασφημέω
- teach evil
- κακοδιδασκαλέω
- thoroughly evil
- τρισαλιτήριος
- working evil
- κακόμοχθος
- bring evil before
- προκακόω
- evil doing
- ἀδίκημα
- evil eye
- βασκανία
- speaking evil of others
- κατάλαλος
- evil practices
- κακότεχνος
- evil report
- δυσφημία
- καταλαλιά
- evil speaking
- βλασφημία
- καταλαλιά
- evil spirit
- δαίμων
- evil spirits
- πνευματικός