- kick
-
- λακτίζω
- ἀπολακτίζω
- kick (i.e., fetus quickening)
- σκιρτάω
- kick off
- ἀπολακτίζω
- kick up
- ἀπολακτίζω
- to be kicked
- ἀπολακτίζω
- kill
-
- ἀναιρέω
- ἀποκτείνω
- ἀποκτέννω
- ἀποσφάζω
- διαχειρίζομαι
- διαχειρίζω
- διαφθείρω
- ἐπαναιρέω
- φονεύω
- φθίνω
- κατακεντέω
- κατακτείνω
- καταστρώννυμι
- κτείνω
- ὀλέκω
- θύω
- σφάζω
- συντελέω
- kill (someone)
- θανατόω
- ὄλλυμι
- kill by hunger
- λιμοκτονέω
- kill by murder
- φονοκτονέω
- kill down
- κατασφάττω
- kill in cruel way
- ἀποτυμπανίζω
- to be killed
- ἀνταναιρέω
- κατακόπτω
- θνήσκω
- to be killed in requital
- ἀνταποθνήσκω
- killing
- φόνος
- ἀναίρεσις
- someone who kills his own father
- πατρολῴας
- kin
-
- close kin
- ἀγχιστευτής
- marry the next of kin
- ἐπιγαμβρεύω
- nearness of kin
- ἀγχιστεία
- responsibility of next of kin
- ἀγχιστεία
- right of next of kin
- ἀγχιστεία
- without kin
- ἀγενής
- kind
-
- χρηστός
- εἶδος
- ἐπιεικής
- φίλος
- γένος
- ἤπιος
- ἰδέα
- προσηνής
- ταπεινόφρων
- τρόπος
- of every kind
- παντοδαπός
- παντοῖος
- of the same kind
- συγγενικός
- of what kind
- ποταπός
- to be kind
- χρηστεύομαι
- of what kind?
- ποῖος
- kind of deer
- δορκάς
- kind of grain
- ὀλύρα
- kind of onyx (semi-precious gem)
- ὀνύχιον
- kind of the smaragdus
- σμαραγδίτης
- of all kinds
- παντοδαπός
- various kinds
- ποικίλος
- kindly
-
- χρηστῶς
- ἐπιεικέως
- εὐμενής
- εὐμενῶς
- εὔνους
- φιλάνθρωπος
- φιλανθρώπως
- φιλοφρόνως
- φιλοστόργως
- ἠπίως
- προσηνῶς
- treat kindly
- φιλανθρωπέω
- deal kindly with
- φιλανθρωπέω
- kindness
-
- ἀγαθωσύνη
- χάρις
- χρηστότης
- εὐεργεσία
- εὐεργέτημα
- kindness of heart
- εὐγνωμοσύνη
- show kindness to
- φιλοφρονέω
- kindred
-
- φυλή
- οἰκειότης
- ὁμοιοπαθής
- πατριά
- συγγένεια
- συγγενικός
- kindred spirit
- ὁμόψυχος
- king
-
- βασιλεύς
- τύραννος
- not ruled by a king
- ἀβασίλευτος
- to be king
- βασιλεύω
- without king
- ἀβασίλευτος
- king's
- βασιλικός
- king's estate
- τέμενος
- festival on a king's proclamation
- πρωτοκλισία
- kitchen
-
- μαγειρεῖον
- kitchen equipment
- σκεῦος
- kitchen servant
- μάγειρος
- μαγείρισσα