- delay
-
- ἀναβολή
- ἀνοχή
- ἀργέω
- βραδύνω
- χρονίζω
- ἐγχρονίζω
- ἐπιμονή
- καθυστερέω
- μακροθυμέω
- μέλλω
- μηκύνω
- ὀκνέω
- παρέλκυσις
- ποιέω
- without delay
- μηδείς
- ἀδιστάκτως
- deliberate
-
- βουλεύω
- διαβουλεύω
- συμβουλεύω
- συνεδρεύω
- ζητέω
- deliberate (with oneself)
- βουλεύω
- act of deliberate choice
- προαίρεσις
- deliberate judicially
- διακρίνω
- deliberation
-
- δίεσις
- διαβούλιον
- deliberation after the fact
- ὑστεροβουλία
- delicate
-
- ἁπαλός
- μαλακός
- τρυφερός
- to be delicate
- τρυφερεύομαι
- delight
-
- χαρμονή
- χαρμοσύνη
- ἐντρύφημα
- ὄνησις
- συνήδομαι
- τερπνότης
- τέρπω
- τέρψις
- τρυφή
- ψυχαγωγία
- have delight
- ὀνίνημι
- delight greatly
- κατατέρπω
- delight in
- ἐντρυφάω
- εὐδοκέω
- ἥδομαι
- κατατρυφάω
- παραδέχομαι
- take (mostly in a bad sense) delight in
- ἐφήδομαι
- delight when enemies suffer
- ἐπίχαρτος
- to be delighted
- τέρπω
- ἀγαλλιάομαι
- delights
- εὐφροσύνη
- deliver
-
- ἀναδίδωμι
- ἐκδίδωμι
- ἐξαιρέω
- παραχωρέω
- ῥύομαι
- ταμιεύω
- deliver (a baby)
- μαιόομαι
- deliver (someone)
- ἐξαγοράζω
- deliver (something) to (someone)
- ἐπιδίδωμι
- deliver a speech
- ὑποκρίνω
- deliver to
- προστίθημι
- deliver up to
- προΐημι
- delivering
- σωτήριος
- delivered
- ἔκδοτος
- to be delivered
- ἀνασῴζω
- ἐξαιρέω
- τίκτω
- delivered out of
- ἐξαιρετός
- delude
-
- ἀπατάω
- δελεάζω
- φρεναπατάω
- παραλογίζομαι
- to be deluded
- πλανάω