- demon
-
- δαιμόνιον
- δαίμων
- ὀνοκένταυρος
- desert demon
- σειρήν
- demon oppressed
- δαιμονίζομαι
- demon possessed
- δαιμονίζομαι
- demonic
-
- δαιμονικός
- δαιμονιώδης
- demonic being
- δαιμόνιον
- demonstrate
-
- ἀποδείκνυμι
- ἐνδεικνύω
- ἐπιδείκνυμι
- παρατίθημι
- παρίστημι
- συνίστημι
- demonstrate (something)
- ἐνδείκνυμι