- reveal
-
- ἀναδείκνυμι, ἀναδεικνύω
- ἀναγνωρίζω
- ἀνακαλύπτω
- ἀποκαλύπτω
- δηλόω
- ἐκφαίνω
- ἐκκαλύπτω
- ἐμφανίζω
- ἐπιδείκνυμι
- ἐπιφαίνω
- φανεροποιέω
- φανερόω
- φωτίζω
- γνωρίζω
- μηνύω
- παραδείκνυμι
- παραδεικνύω
- reveal (something)
- χρηματίζω
- reveal beforehand
- προφανερόω
- reveal in advance
- προδηλόω
- προφανερόω
- reveal oneself
- παρέχω
- reveal previously
- προδηλόω
- revealed
- φανερόω
- be revealed
- φαίνω
- revelation
-
- ἀποκάλυμμα
- ἀποκάλυψις
- χρηματισμός
- δήλωσις
- λόγιον
- give a revelation
- χρηματίζω
- revenge
-
- ἐκδίκησις
- die by revenge
- ἀνταποθνήσκω
- revenge on
- ἄμυνα
- revenge someone for someone else
- ἀθῳόω
- reverently
-
- εὐλαβῶς
- σεμνῶς
- Also see irreverently
- review
-
- διέρχομαι
- ἐξέτασις
- pass in review
- ἐπισκέπτομαι
- revile
-
- βλασφημέω
- κακολογέω
- λοιδορέω
- ὀνειδίζω
- παραλαλέω
- συλλοιδορέω
- revile again
- ἀντιλοιδορέω
- revile in return
- ἀντιλοιδορέω
- to be reviled
- προσοχθίζω
- reviling
- λοιδόρησις
- ὀνειδισμός
- join in reviling
- συλλοιδορέω
- revolt
-
- ἀποστασία
- ἀπόστασις
- ἀποστατέω
- καταστασιάζω
- παραπικρασμός
- στασιάζω
- στάσις
- cause to revolt
- ἀποστρέφω
- ἀφίστημι
- revolt in coalition with
- συναφίστημι