- reward
-
- ἄλλαγμα
- ἀμείβω
- ἀνταπόδομα
- ἀνταπόδοσις
- ἀντιμισθία
- ἀποδίδωμι
- ἀποστολή
- ἄρτος
- ἐπίχειρον
- γέρας
- μισθαποδοσία
- μισθός
- στέφανος
- gracious reward
- χαριστήριος
- without reward
- ἀμισθί
- think (someone) worthy of reward or punishment
- ἀξιόω
- offer rewards
- ἀθλοθετέω