- reflect
-
- ἀντανακλάω
- διενθυμέομαι
- ἐννοέω
- συζητέω
- reflect light
- ἀντιλάμπω
- reflect on
- ἐνθυμέομαι
- reflect upon (something)
- συννοέω
- see reflected
- κατοπτρίζω
- to be reflected
- ἀντανακλάω
- refuge
-
- καταφυγή
- συγκλεισμός
- city of refuge
- φυγαδευτήριον
- place of refuge
- φυγάδιον
- φυγαδευτήριον
- take refuge
- καταφεύγω
- συμφεύγω
- ὑφίστημι
- refuge haven
- κατάλυσις
- refuse
-
- ἀκαθαρσία
- ἀνανεύω
- ἀντιλέγω
- ἀπαγορεύω
- ἀπαναίνομαι
- ἀπαρνέομαι
- ἀπόβλημα
- ἀπολέγω
- ἀποποιέω
- ἀρνέομαι
- κωλύω
- πάτημα
- περικάθαρμα
- σαπρία
- σκύβαλον
- refuse compliance
- ἀπειθέω
- refuse of a sacrifice
- κάθαρμα
- refuse someone
- παραιτέομαι
- refuse to accept
- ἀπωθέω
- refuse to believe
- ἀπιστέω
- refuse to do something to someone
- παραιτέομαι
- refuse to listen to
- παρακούω
- refuse to obey
- προσχράω
- refused
- ἀπόβλητος
- refute
-
- ἐξελέγχω
- refute completely
- διακατελέγχομαι
- refute thoroughly
- ἀπελέγχω
- refute utterly
- διελέγχω
- refuting
- ἐλεγμός
- ἔλεγξις
- Also see irrefutable