- much
-
- λίαν
- πολύς
- συχνός
- how much?
- πόσος
- how much!
- ἡλίκος
- have too much
- πλεονάζω
- how much
- ὁπόσος
- many times as much
- πολλαπλασίων
- so much
- τοσοῦτος
- very much
- ἰσχυρῶς
- much beloved
- ποθητός
- much loved
- πολυαγάπητος
- so much more
- τόσος
- much speaking
- πολυλογία
- much variegated
- πολυποίκιλος
- much wept
- πολύδακρυς
- muffle
-
- to be muffled up
- συγκαλύπτω
- multiply
-
- πλεονάζω
- πληθύνω
- πολυπλασιάζω
- πολυπληθέω
- πολυπληθύνω
- multiplied
- πολυπλάσιος
- to be multiplied
- πολυπλασιάζω
- multiply by ten
- δεκαπλασιάζω
- multitude
-
- ἄθροισμα
- ὄχλος
- ὅμιλος
- πλῆθος
- συναγωγή
- great multitude
- πολυπλήθεια
- πολυπληθία
- of or with the whole multitude
- παμπληθής
- murder
-
- ἀναίρεσις
- διαχειρίζω
- ἐκχέω
- φονεύω
- φονή
- φονοκτονία
- φόνος
- κατασφάζω
- μιαιφονία
- murder (a man)
- ἀνδροφονέω
- defile with murder
- φονοκτονέω
- kill by murder
- φονοκτονέω
- pollute with murder
- φονοκτονέω
- pollution by murder
- μιαιφονία
- murdering a brother
- ἀδελφοκτόνος
- murdering a sister
- ἀδελφοκτόνος
- murderer
-
- ἀνδροφόνος
- ἀνθρωποκτόνος
- αὐθέντης
- φονεύς
- φονευτής
- σικάριος
- τιμωρητής
- murderer of fathers
- πατραλῴας
- murderer of mothers
- μητραλῴας
- murmur
-
- γογγύζω
- διαγογγύζω
- murmur against
- καταγογγύζω
- murmuring
- γογγυσμός
- γόγγυσις
- music
-
- harmonious music
- συμφωνία
- key note in music
- χρῶμα
- make a false note in music
- πλημμελέω
- mistake in music
- πλημμέλεια
- music score
- ψαλμός
- musical
-
- εὐμελής
- μελῳδός
- μουσικός
- musical horn
- κερατίνη
- σωφερ
- musical instrument
- ἀλαιμώθ
- ὄργανον
- συμφωνία
- stringed musical instrument
- ψαλτήριον
- triangular musical instrument with four strings
- σαμβύκη
- musical interlude
- διάψαλμα
- musical note (vocal or instrumental)
- φθόγγος
- shepherd's musical pipe
- σύριγξ
- musical stringed instrument (10 or 12 strings)
- νάβλα
- must
-
- must be brought
- ἀναλημπτέος
- must be put
- βλητέος
- must be taken up
- ἀναλημπτέος
- muster
-
- συνεπισκέπτομαι
- ἀθροίζω
- muster (troops)
- παρεμβάλλω
- muster roll (of soldiers)
- συλλοχισμός
- mute
-
- ἄφωνος
- ἄλαλος
- μογιλάλος
- to be mute
- ἀπενεόομαι
- mutual
-
- ἀλλήλων
- mutual agreement
- συνάλλαγμα
- ἀνθομολόγησις
- make a mutual agreement
- ἀνθομολογέω
- mutual deposition
- συγκατάθεσις
- mutual irritation
- διαπαρατριβή