- glean
-
- ἐπικαρπολογέω
- καλαμάομαι
- συλλέγω
- συνάγω
- glean after the vintage harvest
- ἐπανατρυγάω
- glean grapes in a vineyard
- ἐπιφυλλίζω
- glean grapes off (the vines)
- ἐπιρρωγολογέομαι
- gleaning
- ἐπιφυλλίς
- globe
-
- γῆ
- globe at the top of a column
- γωλαθ, γωλάθ
- glorious
-
- ἀγλαός
- δόξαστος
- δοξικός
- ἔδοξος
- ἔνδοξος
- ἐπίδοξος
- ἐπιφανής
- εὐδόκιμος
- εὐκλεής
- φιλότιμος
- μεγαλομερής
- μεγαλοπρεπής
- exceedingly glorious
- ὑπερένδοξος
- greatly glorious
- μεγαλόδοξος
- Also see inglorious
- gloriously
-
- ἐνδόξως
- ἐπιδόξως
- εὐκλεῶς
- μεγαλοδόξως
- Also see ingloriously
- gluttony
-
- γαστριμαργία
- λαιμαργία
- λιχνεία
- form of gluttony
- μονοφαγία