- dive
-
- κολυμβάω
- dive and swim across
- διακολυμβάω
- divide
-
- ἀποδιαστέλλω
- ἀποδιορίζω
- ἀπομερίζω
- χωρίζω
- διαχωρίζω
- διαδίδωμι
- διαιρέω
- διαμερίζω
- ἐπιδιαιρέω
- καταδιαιρέω
- κατακλάω
- μερίζω
- νέμω
- περισχίζω
- σχίζω
- rightly divide
- ὀρθοτομέω
- divide among themselves
- μερίζω
- μεριτεύομαι
- divide anew
- ἐπιδιαιρέω
- divide by limits
- διορίζω
- divide by lottery
- κατακληροδοτέω
- divide from
- ὁρίζω
- divide in small pieces
- ψωμίζω
- divide into three parts
- τριμερίζω
- divide the hoof
- διχηλέω
- divide the meat/flesh of (something)
- κρεανομέω
- divided
- δίχα
- σχιστός
- to be divided
- διαστέλλω
- μερίζω
- σχίζω
- have a divided hoof
- διχηλέω
- divided part
- διχοτόμημα
- divided piece
- διχοτόμημα
- dividing
- μερισμός
- dividing wall
- μεσότοιχον
- Also see undivided
- divination
-
- κληδονισμός
- μαντεία
- πύθων
- practice divination
- κληδονίζω
- divination by the flight or cries of birds
- οἰώνισμα
- divine
-
- ἄβρωτος
- ἀμβρόσιος
- μαντεύομαι
- θεῖος
- very divine
- ζάθεος
- divine discipline
- ὅσιος
- divine nature
- θειότης
- manifestation of divine power
- ἀρετή
- divine response
- χρηματισμός
- divine service
- λατρεία
- with reference to the divine spirit
- πνευματικῶς
- divinely
-
- divinely breathed in
- θεόπνευστος
- divinity
-
- θειότης
- θεότης
- greatest divinity
- θεοπρεπεστάτου
- something devoted to the divinity
- ἀνάθεμα
- divinity (often God himself)
- μεγαλωσύνη
- division
-
- χωρίσμος
- διαίρεσις
- διαμερισμός
- διχοστασία
- καταμερισμός
- μερισμός
- σχίσμα
- σπεῖρα
- τάγμα
- ἐφημερία
- division of the night
- φυλακή
- Also see indivisible
- divorce
-
- ἀφίημι
- ἀπολύω
- χωρίζω
- διακοπή
- ἐκβάλλω
- ἐξαποστέλλω
- λύσις
- divorce certificate
- ἀποστάσιον
- divorcement
-
- writing of divorcement
- ἀποστάσιον