- amazement
-
- θαῦμα
- κατάπληξις
- πτόησις
- strike with amazement
- καταπλήσσω
- ambassador
-
- ἀπόστολος
- πρεσβεία
- πρεσβευτής
- πρέσβυς
- πρεσβύτης
- to be an ambassador
- πρεσβεύω
- ambassador of God
- θεοπρεσβευτής
- amiss
-
- ἄτοπος
- κακῶς
- spend amiss
- παραναλίσκω
- among
-
- μεταξύ
- ἐν
- to be among
- προσγίνομαι
- ἔνειμι
- amount
-
- reduce in amount
- ἐλασσόω, ἐλαττόω
- vast amount of
- παμπληθής
- amount owed
- ὀφείλημα
- amount to
- παρέχω