- covenant
-
- διαθήκη
- συνάλλαγμα
- συνθήκη
- συντίθημι
- covenant break
- διαφθείρω
- make a covenant with
- συγκατατίθημι
- establish a covenant
- ἱστάνω
- make a covenant
- διατίθημι
- cover
-
- ἀμπέχω
- ἐπικάλυμμα
- ἐπικαλύπτω
- ἐπίθεμα
- ἐπισκιάζω
- κάλυμμα
- καλυπτήρ
- καλύπτω
- κυκλόω
- σκεπάζω
- στεγάζω
- στέγω
- συγκαλύπτω
- συστέλλω
- cover (oneself with a veil)
- κατακαλύπτω
- cover (something)
- κατακαλύπτω
- cover all around (with gold)
- περικαλύπτω
- cover alongside
- παρακαλύπτω
- cover by hanging something beside
- παρακαλύπτω
- cover closely
- πυκάζω
- cover over
- ἐπικαλύπτω
- ἐπισκεπάζω
- κατασκιάζω
- cover over with earth
- συγχώννυμι
- cover over with leafy branches
- πυκάζω
- cover the mouth
- ἐπιστομίζω
- cover up
- ἐπικαλύπτω
- καλύπτω
- συγκρύπτω
- cover with
- περιστέλλω
- cover with a heap
- καταχώννυμι
- cover with a roof
- στεγάζω
- cover with a shield
- ὑπερασπίζω
- cover with ashes
- τεφρόω
- cover with bronze
- καταχαλκόω
- cover with gold
- περιχρυσόω
- χρυσόω
- cover with grass
- χορτομανέω
- cover with mail
- καταφράσσω
- cover with silver
- καταργυρόω
- cover with tar
- ἀσφαλτόω
- cover with weeds
- χορτομανέω
- cover with writing
- γράφω
- to be covered
- καταφράσσω
- covered carriage
- καμάρα
- covered chariot
- λαμπήνη
- λαμπηνικός
- covered dwelling
- στεγνός
- covered over
- πλήρης
- covered place
- σκεπεινός
- σκηνή
- covered wagon
- λαμπηνικός
- covered with green
- χλοηφόρος
- covered with leaves
- χλοηφόρος
- covered with something
- κατάσκιος
- covered with trees
- σύνδενδρος
- covering
- ἀποκρυβή
- ἐπιβόλαιον
- ἐπικάλυμα
- καλυπτήρ
- κάλυψις
- κατακάλυμμα
- κατακάλυψις
- περιβόλαιον
- περιβολή
- περίθεμα
- σιώπησις
- σκέπασμα
- σκέπη
- συγκάλυμμα
- ὑπερασπισμός
- covering for the leg
- περικνημίς
- covering with a shield
- ὑπερασπισμός
- leather covering
- δέρρις
- light covering
- θέριστρον
- Also see uncover
- covet
-
- ἐνθυμέομαι
- ἐπιθυμέω
- covet after
- ὀρέγω
- one who covets
- ἐπιθυμητής
- covetous
-
- to be covetous
- πλεονεκτέω
- covetous of honour
- φιλότιμος
- covetous person
- πλεονέκτης