cow
Cow
cow
cowa-
cowe-
cowo-
cow
βοῦς
young cow
δάμαλις
cow dung
βόλβιτον
fourth stomach of cows
ἔνυστρον
coward
to be coward
δειλαίνω
cowardice
δειλία
cowardly
ἄνανδρος
δειλός
φιλόψυχος
to be cowardly
δειλανδρέω
δειλιάω
μαλακοψυχάζω
μαλακοψυχέω
cower
πτήσσω
συστέλλω
cower (in fear)
καταπτήσσω
co-worker
συνεργός
to be co-worker
συνεργέω