- reject
-
- ἀναβράσσω
- ἀπαναίνομαι
- ἀπαρνέομαι
- ἀποβάλλω
- ἀπογνωρίζω
- ἀποποιέω
- ἀποῤῥίπτω, ἀπορρίπτω
- ἀποστρέφω
- ἀπωθέω
- ἀθετέω
- ἀρνέομαι
- διασκεδάζω, διασκεδάννυμι
- ἔκβολος
- ἐκπτύω
- καταβάλλω
- κατανωτίζομαι
- παραιτέομαι
- παρωθέω
- προσκόπτω
- ῥίπτω
- reject (with contempt)
- ἐξουθενέω
- reject as unfit
- ἀποδοκιμάζω
- reject as unworthy
- ἀποδοκιμάζω
- reject besides
- προσαπωθέω
- reject contemptuously
- σκυβαλίζω
- reject for lack of qualification
- ἀποδοκιμάζω
- reject on scrutiny
- ἀποδοκιμάζω
- reject with disdain
- καταπατέω
- rejected
- ἀδόκιμος
- ἀπόβλητος
- ἔκβολος
- rejoice
-
- ἀγαθύνω
- χαίρω
- ἐνευφραίνω
- εὐφραίνω
- καταχαίρω
- κατατέρπω
- cause to rejoice
- τέρπω
- greatly rejoice
- ἀγαλλιάω
- rejoice at
- προσχαίρω
- ἐπευθυμέω
- rejoice exceedingly
- ὑπερευφραίνομαι
- rejoice greatly
- ἀγαλλιάομαι
- ἀγαθύνω
- ὑπεραγάλλομαι
- rejoice in
- ἐντρυφάω
- ἥδομαι
- rejoice in (something)
- ἀγάλλω
- ἀγαλλιάομαι
- rejoice over
- ἐπιχαίρω
- rejoice together
- συνευφραίνομαι
- rejoice with
- συγχαίρω
- rejoiced at
- ἐπιχαρής
- something in which the enemy rejoices
- ἐπίχαρμα
- rejoicing
- καύχημα
- ἀγαλλίαμα
- day of rejoicing
- χαρμοσύνη