abo
Abo
Abo
Abod-
Abol-
Abom-
Abor-
Abou-
Abov-
abode
δίαιτα
κατάπαυσις
μετοικεσία
μονή
abolish
καταλύω
καταργέω
λύω
abolition
κατάλυσις
abominable
ἀθέμιστος
ἀθέμιτος
ἀναγνεία
βδελυκτός
βδελύσσω
κατάρατος
μάκρυμμα
μιαρός
μιαροφαγέω
μιαροφαγία
μυσερός
παμμιαρός
σχέτλιος
abominate
στυγέω
abomination
ἀπόπτωμα
βδέλυγμα
βδελυγμός
ἐβδελύσσω
μάκρυμμα
abortion
ἔκτρωμα
ἐκτιτρώσκω
φθορά
abortionist
φθορεύς
abound
περισσεύω
πληθύνω
πλούσιος
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπλεονάζω
about
ἀμφί
εἰς ἑκατόν
κατά
μέλλω
μεσημβρινός
μεσόω
νομικός
περί + Acc
περί + Gen
πού
ὡς
ὡσεί
above
ἄλλως
ἄνω
ἀνώγεον
ἀνώτερος
ἐξόχως
ἐπάνω
ἐπάνωθεν
ἐπί+Dat
ἐπουράνιος
καθύπερθε
μάλιστα
πάντως
περιούσιος
πλείων
ὑπεράγαν
ὑπεράνω
ὑπέχω