abr
Abr
Abr
Abri-
Abro-
Abru-
abridge
ἐπιτέμνω
κατασμικρύνω
κολοβόω
abridged
σύντομος
abridgement
ἐπιτομή
abroad
go abroad
ἐκτοπίζω
live abroad
ξενιτεύω
living abroad
ξενιτεία
spread abroad
διαφορέω
to be abroad
ἐκδημία
abrogation
ἀφανισμός
abrupt
ἀκρότομος
ἀπότομος
abrupt change
ἀποῤῥώξ, ἀπορρώξ
abruptly
ἀποτόμως