διέβαιναν
διέβαινε, διέβαινεν
διέβαινον
διέβαλε, διέβαλεν
διέβαλον
διεβεβαιοῦτο
διέβαλλε, διέβαλλεν
διέβαλλον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαβάλλω (to throw over)
διέβη
διέβην
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαβαίνω
διέβησαν
διέβητε
διεβίβασαν
διεβίβασε, διεβίβασεν
διέβλεψε, διέβλεψεν
διεβλήθη
διεβλήθης
διεβοήθη
διεγγυάω
  • Meaning:
    • to mortgage (property)
    • to give bail for
  • Forms:
    • διεγγυῶμεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
διεγγυῶμεν
διεγείρας
διεγείρασα
διεγείρει
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
  • Root: διεγείρω
διεγείρειν
διεγείρετο
διεγειρομένας
διεγειρόμενος
διεγειρομένους
διεγείρουσι, διεγείρουσιν
διεγείρω
  • Active Meaning:
    • to wake up, arouse, awaken stir up
    • to raise, erect
    • to make active
  • Middle Meaning:
    • to become awake (after a dream)
    • to extend vertically
  • Forms:
    • διεγείρας Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • διεγείρασα Part: Aor Act Nom Sing Fem
    • διεγείρειν Verb: Pres Act Infin
    • διεγείρετο Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεγειρομένας Part: Pres Mid/Pass Acc Plur Fem
    • διεγείρουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διεγερθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • διήγειραν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • διηγείρετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
διεγένετο
διεγερθείς
διεγερτική
διεγερτικός
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • exciting, stimulant
διέγνω
διεγνώκει
διεγνώκειν
διέγνωκεν
διέγνωμεν
διέγνων
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to recognize
  • Root:διαγιγνώσκω
διεγνώρισαν
διέγνωσαν
διεγνωσμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαγινώσκω
διεγόγγυζε, διεγόγγυζεν
διεγογγύζετε
διεγόγγυζον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαγογγύζω
διεγόγγυσαν
διεδέξαντο
διεδέξατο
διέδειξε, διέδειξεν
διεδέξω
διέδεον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαδέω (to bind all around)
διεδέχετο
διέδησαν
διεδίδετο
διεδίδοτο
διεδίδρασκεν
διεδίδρασκον
διέδραμεν
διέδρασαν
διέδραμον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατρέχω (to run across/through)
διεδόθη
διέδρασαν
διέδυ
διέδωκα
διέδωκε, διέδωκεν
διεζευγμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to be separated
  • Root:διαζεύγνυμαι
διεζευγμένους
διέζευκτο
διεζεῦχθαι
διέζη
διεζώσατο
διέζωσε, διέζωσεν
διεζωσμένος
διεθέμην
διέθεντο
διεθέρμαινε, διεθέρμαινεν
διεθερμάνθη
διέθετο
διέθηκά
διέθηκαν
διέθηκας
διέθηκε, διέθηκεν
διέθου
διέθρεψας
διέθρεψε, διέθρεψεν
διεθρύβη
διεθρύβησαν
διειδές
διειδής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: transparent, clear
  • Forms:
    • διειδές Adj: Nom Sing Neut
διείλαντο
διείλεκται
  • Parse:
    • Verb: Perf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to pick up
  • Root:λέγω
διεῖλε, διεῖλεν
διείληφα
διειλήφαμεν
διείληφεν
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Infin
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to take, receive
  • Root: διαλαμβάνω
διειληφότες
διειληφότος
διειληφότων
διειληχότων
διεῖλον
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • Root: διαιρέω
δίειμι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to go to and fro; to roam about
διείρομαι
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to question closely
διεῖπεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: διεῖπον
διεῖπον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Imperativ 2nd Sing
    • Part: Aor Act Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to tell fully
  • Forms:
    • διεῖπεν
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διείς
διεκάθισαν
διέκαιον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακαίω
διεκάλυψεν
διέκαμψε, διέκαμψεν
διεκαρτέρει
διεκβαλεῖ
διεκβάλλει
διεκβάλλω
  • Active Meaning:
    • to pass through, pass a needle through
    • to march through
  • Middle Meaning:
    • to move through an area till reaching an end-point
  • Forms:
    • διεκβαλεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διεκβάλλει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
διεκβολαί
διεκβολάς
διεκβολή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • passage through, the passage from one place to another (e.g., a mountain pass)
    • way out (of a city) (e.g., city gate)
    • outlet (outlet of a river or estuary of a lake)
    • the ends (of something), the end-point
  • Forms:
διεκβολῇ
διεκβολήν
διεκβολῆς
διεκβολῶν
διεκδικέω
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to avenge, punish; to claim
  • Forms:
    • διεκδικοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
διεκδικοῦντες
διεκδρομάς
διεκδρομή
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • passing through
διεκείμην
διέκειντο
διέκειτο
διεκίνει
διεκκύπτω
  • Meaning: to peer out, peep out, lean out (e.g., lean out of a window)
  • Forms:
    • διεξέκυπτον Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • διεξέκυπτον Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
διέκλειε
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Root: κλείω
διεκλέπτετο
διεκολύμβησαν
διεκόμισαν
διεκόμισας
διεκόμισεν
διεκομίσθη
διεκόπη
διέκοπτον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διακόπτω
διεκόπτοντο
διεκόσμησε, διεκόσμησεν
διέκοψαν
διέκοψας
διέκοψε, διέκοψεν
διεκράτησαν
διεκρίθη, διεκρίθην
διεκρίθητε
διέκρινας
διέκρινε, διέκρινεν
διεκρίνομεν
διεκρίνοντο
διέκυπτε, διέκυπτεν
διέκυψαν
διέκυψε, διέκυψεν
διεκώλυε, διεκώλυεν
διέλαβε, διέλαβεν
διέλαθε, διέλαθεν
διέλαθον
διέλειπε, διέλειπεν
διελαλεῖτο
διελάλουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλαλέω
διελάμβανον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλαμβάνω
διέλαμπεν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to shine through
  • Root:διαλάμπω
διελάνθανον
διελαύνω
  • Meaning:
    • to drive through, thrust through, pierce through
    • to pass through, penetrate
    • to ride through, go through
  • Forms:
    • διήλασε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διελέγξαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
  • Root: διελέγχω
διελεγχθήσεται
διελεγχθῶμεν
διελεγχούσης
διελέγχω
  • Active Meaning:
    • to refute utterly, convict, convince
  • Middle Meaning:
    • to discuss
    • to engage in critical debate
    • to argue a case
  • Passive Meaning:
    • to discuss, reason, dispute, argue
  • Forms:
    • διελεγχούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • διελέγχων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • διελέγξαι
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
      • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
    • διελεγχθήσεται Verb: Fut Pass Ind 3rd Sing
    • διελεγχθῶμεν Verb: Aor Act Subj 1st Plur
διελέγχων
διελέγετο
διελεῖ
διελεῖν
διέλειπον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαλείπω
διελεῖσθε
διελεῖται
διελεῖτε
διελέξαντο
διελέξατο
διελέσθαι
διέλετε
διελεύσεται
διελεύσῃ
διελεύσομαι
διελευσόμεθα
διελεύσονται
διελέχθη
διελέχθημεν
διελέχθην
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαλέγω
διελέχθησαν
διελήλυθα
διεληλύθαμεν
διεληλύθασιν
διελήλυθεν
διεληλυθότα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διέρχομαι
διεληλυθώς
διέλῃς
διέλθατε
διελθάτω
δίελθε
διελθεῖν
διέλθετε
διελθέτω
διελθέτωσαν
διέλθῃ
διέλθῃς
διέλθοι
διελθόντα
διελθόντες
διελθόντος
διελθόντων
διελθοῦσαι
διέλθω
διέλθωμεν
διελθών
διέλθωσι, διέλθωσιν
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • Root: διέρχομαι
διελίμπανε, διελίμπανεν
διέλιπε, διέλιπεν
διελίπομεν
διέλιπον
  • Parse:
    • Verb: 2Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • Root: διαλείπω
διέλκομεν
διέλκω
  • Meaning: to rend, tear apart, pull apart, pull through (something)
  • Forms:
    • διέλκομεν Verb: Pres Act Ind 1st Plur
διελογίζεσθε
διελογίζετο
διελογιζόμην
διελογίζοντο
διελογισάμην
διελογίσαντο
διελογίσατο
διελόντες
διελοῦνται
διελοῦσι, διελοῦσιν
διέλυε, διέλυεν
  • Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαλύω
διελύθησαν
διελύοντο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Root: διαλύω
διελύσαμεν
διέλυσαν
διελύσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to split apart
  • Root:διαλύω
διέλθσε, διέλθσεν
διελών
  • Parse #1:
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to cleave in two
  • Root: διαιρέω
  • ——
  • Parse #2:
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom Sing Masc
  • Meaning: to drive through
  • Root: διελαύνω
διεμαρτυράμεθα
διεμαρτυράμην
διεμαρτύραντο
διεμαρτύρατο
διεμαρτύρετο
διεμαρτύρω
διεμάχοντο
διεμβάλλω
  • Meaning: to insert, put in through
  • Forms:
    • διεμβαλοῦσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • διενέβαλε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διεμβαλοῦσι, διεμβαλοῦσιν
διέμειναν
διέμεινε, διέμεινεν
διέμενε, διέμενεν
διεμέριζε, διεμέριζεν
διεμέριζον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαμερίζω
διεμερίσαντο
διεμέρισας
διεμέρισε, διεμέρισεν
διεμερίσθη
διεμερίσθησαν
διεμέτρησε, διεμέτρησεν
διεμπίμπλημι
  • Meaning:
    • to fill completely, fill up
    • to fill thoroughly
  • Forms:
    • διεμπιπλαμένων Part: Pres Mid/Pass Gen Plur MFN
διεμπιπλαμένων
διενέβαλε, διενέβαλεν
διενέγκας
διενέγκασαι
διενεγκεῖν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
  • Meaning:
    • to carry over
  • Root:διαφέρω
διενέγκῃ
διενεγκόντα
  • Parse:
    • Part: Aor Act Acc Sing Masc
    • Part: Aor Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root:διαφέρω
διενεγκόντας
διενεγκόντες
διένειμε, διένειμεν
διένεμε, διένεμεν
διένεμον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to distribute; to govern
  • Root:διανέμω
διενεχθῆναι
διενηνεγμένων
διενηνοχώς
διενήξατο
διενήχοντο
διενθυμέομαι
  • Meaning: to ponder, consider, reflect, think
  • Forms:
    • διενθυμουμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc
διενθυμουμένου
διενοεῖτο
διενοήθη
διενοήθην
διενοήθης
διενοήθησαν
διενοούμην
διεξαγαγόντα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διεξάγω
διέξαγε
διεξάγειν
διεξάγεται
διεξάγοντες
διεξάγοντι
  • Parse: Part: Pres/Fut Act Dat Sing Masc/Neut
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξαγόντων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • Verb: Pres Act Imperative 3rd Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξάγω
  • Meaning:
    • to bring to an end, conclude
    • to administer, bring to completion
    • to accomplish, perform
    • to manage, treat
    • to conduct and handle
    • to lead through
  • Forms:
    • διεξαγαγόντα Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • διέξαγε Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
    • διεξάγειν Verb: Pres Act Infin
    • διεξάγεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεξάγοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διεξάγων Part: Pres Act Nom Sing Masc
διεξαγωγή
  • Parse:
    • Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • settlement (of a dispute), decision
    • inquiry, inquest, trial
    • a way of living
  • Forms:
    • διεξαγωγῆς Noun: Gen Sing Fem
διεξαγωγῆς
διεξάγωμεν
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 1st Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διεξάγων
διεξάγωσι, διεξάγωσιν
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 3rd Plur
  • Meaning: to lead out, lead away
  • Root: διεξάγω
διέξανε
διέξειμι
  • Meaning:
    • to go through
    • to traverse the whole area
  • Forms:
    • διέξιμεν
      • Verb: Pres Act Ind 1st Plur
      • Verb: Pres Act Infin
    • διεξῄεσαν Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
    • διεξιέναι Verb: Pres Act Infin
    • διεξιούσης Part: Pres Act Gen Sing Fem
    • διεξῄει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
διέξεισι, διέξεισιν
διεξέκυπτον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: 2Macc. 3:19
    Apostolic Fathers: _

  • Root: διεκκύπτω
διεξελεύσῃ
διεξέλθοι
διεξελήλυθεν
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Perf Act Infin
    • Verb: PluPerf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διεξέρχομαι
διεξελθοῦσα
διεξελθών
διεξέρχεται
διεξέρχομαι
  • Meaning: to go through, pass through, pierce, come forth, go out, depart, escape, get out, go abroad, go away, go forth, proceed forth, spread abroad
  • Forms:
    • διεξέρχεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διεξελθών Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • διεξελεύσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
    • διεξέλθοι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • διεξελθοῦσα Part: 2Aor Act Nom Sing Fem
    • διεξῆλθε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διεξῄει
διεξῄεσαν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διέξειμι
διεξῆλθε, διεξῆλθεν
διεξῆλθον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
  • Meaning: to go through
  • Root: διεξέρχομαι
διεξιέναι
διεξίημι
  • Meaning: to let pass through, empty itself
διεξιόντι
  • Parse #1:
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Meaning: to go through
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2:
    • Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • Part: Fut Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξιόντος
  • Parse #1: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2: Part: Fut Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξιούσης
διεξιών
  • Parse #1: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέξειμι
  • ——
  • Parse #2: Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεξίπταμαι
  • Meaning: to dash out in different directions
διεξοδεύω
  • Meaning: to have a way out, escape, break away
  • Forms:
    • διεξώδευσε Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
διέξοδοι
διεξόδοις
διέξοδον
διέξοδος
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • a street through (a city), highway, through road
    • main street, main road
    • a port
    • issue
    • place for exit
    • far end of a strip of land
    • spring, stream (of water)
    • an outlet through, water outlet
  • Forms:
διεξόδους
διεξώδευσε
διεπαρετηροῦντο
διεπαρθενεύθησαν
διεπαρθένευσαν
διέπειν
διέπειρε
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαπείρω (to drive through, pierce)
διέπειρον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπείρω (to drive through, pierce)
διέπεις
  • Parse: Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
  • Root: διέπω
διέπεμπε, διέπεμπεν
διέπεμπον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπέμπω
διέπεμψα
διεπεμψάμην
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
  • Meaning: to send off in different directions
  • Root: διαπέμπω
διέπεμψαν
διεπέμψατο
διέπεμψε, διέπεμψεν
διεπέρασαν
διεπέρασε, διεπέρασεν
διέπεσαν
διέπεσε, διέπεσεν
διεπέτασα
διεπετάσαμεν
διεπέτασε, διεπέτασεν
διέπῃ
  • Parse: Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
  • Root: διέπω
διεπλάνα
διέπλευσαν
διέπλευσε, διέπλευσεν
διέποντες
  • Parse: Part: Pres Act Nom Plur Masc
  • Root: διέπω
διέποντι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέπω
διέποντος
  • Parse: Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
  • Root: διέπω
διεπόντων
  • Parse: Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
  • Root: διέπω
διεπορεύετο
διεπορευόμην
διεπορεύοντο
διεπραγματεύσαντο
διεπραγματεύσατο
διεπράξατο
διεπράττετο
διέπρεπε
διέπρεπον
  • Parse:
    • Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Imperf Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διέπρεψαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διέπρεψεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to appear prominent
  • Root:διαπρέπω
διεπρίοντο
διέπρισε, διέπρισεν
διέπτη
διέπτυον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαπτύω
διεπυνθάνετο
διέπω
  • Meaning:
    • to manage, order, conduct, administer, follow up, move through, attend to
    • to take charge of and conduct
  • Forms:
    • διέπων Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • διέποντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
    • διεπόντων Part: Pres Act Gen Plur Masc/Neut
    • διέποντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διέπειν Verb: Pres Act Infin
    • διέπεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
    • διέπῃ Verb: Pres Act Subj 3rd Sing
διεπώλει
διέπων
  • Parse: Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέπω
διεργασθείς
διεργάζομαι
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to cultivate, work thoroughly
    • to make an end of, kill, destroy
  • Forms:
    • διεργασθείς Part: Aor Mid/Pass Nom Sing Masc
διερεθίζον
διερεθίζοντες
διερεθίζω
  • Meaning:
    • to stimulate, provoke greatly
    • to add intensity to (e.g., fanning the fire)
    • to fan (a flame)
  • Forms:
    • διερεθίζοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διερεθίζον Part: Pres Act Nom/Acc Sing Neut
διερευνᾶσθαι
διερευνάω
  • Meaning:
    • to search through, examine closely, inquire
    • to track down
    • to scrutinize
  • Forms:
    • διερευνᾶσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
    • διερευνωμένου Part: Pres Mid/Pass Gen Sing Masc/Neut
    • διερευνησάμενοι Part: Aor Mid Nom Plur Masc
    • διερευνώμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
    • διερευνωμένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • διερευνήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • διερευνῶσιν Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
διερευνησάμενοι
διερευνήσει
διερευνωμένη
διερευνώμενος
διερευνωμένου
διερευνῶσι, διερευνῶσιν
διερῇ
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Pres Mid/Pass Subj 2nd Sing
    • Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
  • Root:διείρομαι
διερμηνεία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: explanation, interpretation, translation
  • Forms:
διερμηνεύει
διερμηνεύεται
διερμηνευέτω
διερμηνεύῃ
διερμηνευομένη
διερμηνεύουσι, διερμηνεύουσιν
διερμηνεῦσαι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
  • Meaning: to interpret, expound
  • Root: διερμηνεύω
διερμηνευσάντων
  • Parse: Part: 1Aor Act Gen Plur Masc/Neut
διερμήνευσε, διερμήνευσεν
διερμηνευτής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: a translator, explainer, interpreter
διερμηνεύω
  • Active Meaning:
    • to translate
    • to explain, interpret, expound
  • Passive Meaning:
    • to be translatable
  • Forms:
    • διερμηνεύει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • διερμηνεύεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
    • διερμηνευέτω Verb: Pres Act Imperative 3rd Sing
    • διερμηνεύῃ Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • διερμηνευομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • διερμηνεύουσι Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διερμηνεύουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • διερμήνευσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • διηρμήνευε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
διερράγη
διερράγησαν
διέρραγκα
διέρρει
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διαρρέω (to flow through)
διερρηγμένα
διερρηγμένοι
διερρήγνυντο
διερρήγνυτο
διερρηγότα
διέρρηξα
διέρρηξαν
διέρρηξας, διέῤῥηξας
διέρρηξε, διέρρηξεν
διερρήσσετο
διερρηχότες
διερρηχώς
διερριμμένα
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • to shoot through
  • Root:διαρρίπτω
διερρύθμισα
διερρωγότα
διερρωγότας
διέρχεσθαι
διέρχεται
διέρχομαι
  • Meaning:
    • simply:
      • to go, come
      • to spread out, disperse
      • to go directly, go straight
    • + Acc: to go through (a place)
    • + διά to go through (something) (e.g., through a needle); to pass through
    • + ἐν to go about, go among
    • + κατά to go (from place to place)
    • + ἀπό to go from (some place)
    • Temporal: to elapse, e.g., go through the night
    • Figurative: to go through one's mind, review
  • Forms:
Present
  • διέρχεσθαι Verb: Pres Mid/Pass Infin
  • διέρχεται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διερχομένη Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
  • διερχόμενον Part: Pres Mid/Pass Acc Sing Masc
  • διερχόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • διέρχωμαι Verb: Pres Mid/Pass Subj 1st Sing
Imperfect
  • διήρχετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • διήρχοντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
Future
  • διελεύσεται Verb: Fut Mid Ind 3rd Sing
  • διελεύσῃ Verb: Fut Mid Ind 2nd Sing
  • διελεύσομαι Verb: Fut Mid Ind 1st Sing
  • διελευσόμεθα Verb: Fut Mid Ind 1st Plur
  • διελεύσονται Verb: Fut Mid Ind 3rd Plur
Aorist
  • διελθόντος Part: Aor Act Gen Sing Masc/Neut
  • διεληλύθασιν Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • διέλθατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διελθάτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • δίελθε Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
  • διελθεῖν Verb: 2Aor Act Infin
  • διέλθετε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • διελθέτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
  • διελθέτωσαν Verb: Aor Act Imperative 3rd Plur
  • διέλθῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
  • διέλθῃς Verb: Aor Act Subj 2nd Sing
  • διέλθοι Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • διελθόντα Part: 2Aor Act Acc Sing Masc
  • διελθόντες Part: 2Aor Act Nom Plur Masc
  • διελθόντων Part: Aor Act Gen Plur Masc
  • διελθοῦσαι Part: Aor Act Nom Plur Fem
  • διέλθω Verb: 2Aor Act Subj 1st Sing
  • διέλθωμεν Verb: 2Aor Act Subj 1st Plur
  • διελθών Part: 2Aor Act Nom Sing Masc
  • διέλθωσι(ν) Verb: Aor Act Subj 3rd Plur
  • διῆλθε(ν) Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διῆλθες Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
  • διήλθομεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
  • διῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 3rd Sing
  • διῆλθον Verb: 2Aor Act Ind 1st Sing
  • διήλθοσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
Perfect
  • διεληλύθαμεν Verb: Perf Act Ind 1st Plur
  • διεληλυθώς Part: Perf Act Nom Sing Masc
  • διελήλυθα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
  • διελήλυθεν Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • διεληλυθότα
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
διερχομένα
  • Parse:
    • Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Fem
    • Part: Pres Mid/Pass Nom/Acc Plur Neut
  • Root: διέρχομαι
διερχομένη
διερχόμενοι
διερχομένοις
διερχόμενον
διερχόμενος
διέρχονται
διέρχωμαι
διερωτάω
  • Meaning: to question intently, ascertain by interrogation, make inquiry for, interrogate, cross-examine
  • Forms:
    • διηρώτα Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
    • διερωτῶντος Part: Pres Act Gen Sing Masc/Neut
    • διερωτήσαντες Part: Aor Act Nom Plur Masc
διερωτήσαντες
διερωτῶντος
διεσαφεῖτο
διεσάφησα
διεσάφησαν
διεσάφησε, διεσάφησεν
διεσάφουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Meaning: to make very clear, show plainly
  • Root: διασαφέω
διέσειον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διασείω
διέσεισε
διέσεως
διεσήμαναν
  • Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning: to mark out, point out clearly
  • Root: διασημαίνω
διεσθίω
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to eat through
δίεσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • deliberation, release
    • careful investigation
    • sending through, discharge
διεσκεδάσαμεν
διεσκέδασαν
διεσκέδασε, διεσκέδασεν
διεσκεδάσθαι
διεσκέδασται
διεσκευάσθησαν
διεσκευασμένοι
διεσκίρτησαν
διεσκόρπισα
διεσκόρπισας
διεσκορπίσατε
διεσκόρπισε, διεσκόρπισεν
διεσκορπίσθη
διεσκορπίσθησαν
διεσκορπίσθητε
διεσκορπισμένα
διεσκορπισμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διασκορπίζω
διέσπα
διεσπάραξεν
διεσπάραττεν
διεσπάρη
διεσπάρησαν
διεσπαρμένοι
διεσπαρμένοις
διεσπαρμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διασπείρω
διεσπαρμένος
διεσπαρμένους
διέσπασας
διέσπασε, διέσπασεν
διεσπάσθαι
διεσπάσθησαν
διέσπειρα
διέσπειρας
διέσπειρε, διέσπειρεν
διεσπόρπισε, διεσπόρπισεν
διεστάλη
διεστάλησαν
διεστάλμεθα
  • Parse: Verb: Perf/PluPerf Mid/Pass Ind 1st Plur
  • Meaning: to expand, separate
  • Root: διαστέλλω
διεσταλμένα
διεσταλμένον
διέστειλα
διεστειλάμεθα
διέστειλαν
διέστειλας
διεστείλατο
διέστειλε, διέστειλεν
διεστείλω
διέστελλε, διέστελλεν
διεστέλλετο
διέστελλον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαστέλλω
διέστη
διέστηκε
  • Parse:
    • Verb: Perf Act Imperativ 2nd Sing
    • Verb: Perf Act Ind 3rd Sing
  • Root: διίστημι
διεστηκότες
  • Parse: Part: Perf Act Nom Plur Masc
  • Meaning: to set apart, separate
  • Root: διΐστημι
διεστηκώς
διέστησαν
διεστήσατο
διέστησε, διέστησεν
διεστραμμένα
διεστραμμέναι
διεστραμμένας
διεστραμμένη
διεστραμμένῃ
διεστραμμένης
διεστραμμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαστρέφω
διεστραμμένως
  • Parse: Adverb
  • Meaning:
    • haphazardly, going in all directions, inconsistently
    • perversely, distortedly, crookedly
διεστράφησαν
διεστρέφετε
διέστρεφον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαστρέφω
διέστρεψαν
διέστρεψε, διέστρεψεν
διέστρωσαν
διεστώς
διεστῶσα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διεστῶτα
  • Parse:
    • Part: Perf Act Nom/Acc Plur Neut
    • Part: Perf Act Acc Sing Masc
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διεστώτων
  • Parse:
    • Part: Perf Act Gen Plur Masc/Neut
  • Meaning:
    • to set apart
  • Root:διίστημι
διέσυρον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διασύρω
διέσωσαν
διεσφαλμένος
διέσχισε, διέσχισεν
διεσχίσθησαν
διεσχισμέναι
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
  • Meaning:
    • to sever
  • Root:διασχίζω
διεσώζετο
διεσῴζοντο
διεσώθη
διεσώθημεν
διεσώθην
διεσώθησαν
διέσωσα
διεσώσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to preserve through
  • Root:διασῴζω
διέσωσε, διέσωσεν
διετάκη
διέταξα
διεταξάμην
διέταξας
διετάξατε
διετάξατο
διέταξε, διέταξεν
διετάξω
διετάραξε
διεταράχθη
διέτασσε, διέτασσεν
διέτασσον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατάσσω
διετέθη
διετέθην
  • Parse:
    • Verb: Aor Pass Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Pass Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to arrange
  • Root:διατίθημι
διέτειναν
διετείνετο
διετείνοντο
διετέλει
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to accomplish
  • Root: διατελέω
διετελεῖτε
διετέλεσα
διετέλεσαν
διετέλεσε, διετέλεσεν
διετέλουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατελέω
διετῆ
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Fem
  • Root: διετής
διετήρει
διετηρήθη
διετηρήθης
διετήρησε, διετήρησεν
διετηρίδα
διετηρίς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: space of two years, two-year span
  • Forms:
διετής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • two years old, of two years
    • lasting two years, two-year lapse
  • Forms:
διετία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: two years
  • Forms:
διετίαν
διετίας
  • Parse:
    • Noun: Gen Sing Fem
    • Noun: Acc Plur Fem
  • Root: διετία
διετίθεσαν
διετίθουν
διέτιλε, διέτιλεν
διετόρευσαν
διετοῦς
διετράπη
διετράπην
διετράφησαν
διέτρεφε, διέτρεφεν
διέτρεχε, διέτρεχεν
διέτρεχον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατρέχω
διέτριβε, διέτριβεν
διέτριβον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διατρίβω
διετρίψαμεν
διέτριψαν
διέτριψε, διέτριψεν
διετυποῦντο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διετυποῦτο
διετυπωσάμην
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διετυπώσατο
  • Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning: to form perfectly
  • Root: διατυπόω
διευθύνειν
διευθύνοις
διεύθυνον
διευθύνονται
διευθύνοντες
διευθύνω
  • Meaning:
    • to guide (through a straight route); to make straight, keep straight
    • to set right, correct, amend
    • to settle (an account)
    • to direct, govern
  • Forms:
    • διευθύνων
      • Part: Pres Act Nom Sing Masc
      • Part: Fut Act Nom Sing Masc
    • διευθύνοντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    • διευθύνονται Verb: Pres/Fut Act 3rd Plur
    • διεύθυνον Part: Pres/Fut Act Nom/Acc Sing Neut
    • διευθύνειν Verb: Pres/Fut Act Infin
διευθύνων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • Part: Fut Act Nom Sing Masc
  • Root: διευθύνω
διευκρινέω
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to arrange carefully
  • Forms:
    • διευκρινῆσαι
      • Verb: Aor Act Infin
      • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
      • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
διευκρινῆσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
    • Verb: Aor Mid Imperativ 2nd Sing
  • Root: διευκρινέω
διευλαβέομαι
  • Meaning:
    • to take good heed to
    • to dread
    • to beware of
    • to be afraid of
    • to be on one's guard against
    • to hold in respect, reverence
  • Forms:
    • διευλαβηθείς Part: Aor Pass Nom Sing Masc
    • διευλαβοῦ Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • διευλαβοῦντο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
διευλαβηθείς
διευλαβοῦ
διευλαβοῦντο
διευτονέω
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to make one's way through; to win through
  • Forms:
    • διευτονοῦν
      • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
      • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
      • Part: Pres Act Nom/Acc Neut
διευτονοῦν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Nom/Acc Neut
  • Root: διευτονέω
διέφαινε, διέφαινεν
διεφαίνετο
διέφαυσε, διέφαυσεν
διέφερε, διέφερεν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to carry over
  • Root:διαφέρω
διεφέρετο
διέφερον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφέρω
διεφέροντο
διέφευγε, διέφευγεν
διέφευγον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφεύγω
διεφήμισαν
διεφημίσθη
διεφθάρη
διεφθάρησαν
διεφθάρητε
διεφθαρμένα
διεφθαρμέναις
διεφθαρμένας
διεφθαρμένην
διεφθαρμένοι
διεφθαρμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: διαφθείρω
διεφθαρμένος
διεφθαρμένων
διέφθαρται
διέφθαρτο
διέφθειρα
διέφθειραν
διέφθειρας
διεφθείρατε
διέφθειρε, διέφθειρεν
διεφθείρετο
διέφθειρον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφθείρω
διεφθείροντο
διαφθονέω
  • Meaning: to envy
διεφθόνουν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφθονέω
διεφόρησεν
διέφυγε, διέφυγεν
διέφυγον
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 1st Sing
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφεύγω
διεφύλαξαν
διεφύλαξε, διεφύλαξεν
διεφύλαττε, διεφύλαττεν
διεφύλαττον
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: διαφυλάσσω
διεφυλάχθη
διεφυλάχθησαν
διεφώνησαν
διεφώνησε, διεφώνησεν
διεφώνουν
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Root:διαφωνέω
διεχάραξαν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διεχάραξεν
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διεχάραττον
  • Parse:
    • Verb: Imperf Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperf Act Ind 3rd Plur
  • Meaning:
    • to make pointed, sharpen, whet
  • Root:χαράσσω
διέχεας
διεχέετο
  • Parse:
    • Verb: Imperf Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root:διαχέω
διέχει
  • Parse:
    • Verb: Pres Mid/Pass Ind 2nd Sing
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχειρίσασθε
διεχεῖτο
  • Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
  • Root: διαχέω
διέχοντι
  • Parse:
    • Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
    • Part: Pres Act Dat Sing Masc/Neut
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διέχουσα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Fem
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχρήσατο
  • Parse:
    • Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
  • Meaning:
    • to proclaim
  • Root:διαχράω
διεχύθη
διεχύθησαν
διέχω
  • Meaning: to keep apart; to be distant from
διέχων
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Masc
  • Root: διέχω (to be distant, keep apart)
διεχώρισε, διεχώρισεν
διεχωρίσθησαν
διεψεύσατο
διεψευσμένας
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
    • Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
  • Meaning:
    • to deceive
  • Root:διαψεύδω
διεψευσμένης
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
  • Meaning:
    • to deceive
  • Root:διαψεύδω
διεψευσμένος
διέψευσται