δίπηχυ
δίπηχυς
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: two cubits long, wide, deep, or high
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδίπηχυςδίπηχυ
GENδίπηχεος
DATδίπηχει
ACCδίπηχυνδίπηχυ
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδίπηχειςδίπηχεα
GENδίπηχεων
DATδίπηχεσι
ACCδίπηχειςδίπηχεα
διπλᾶ
διπλαῖ
διπλᾶς
διπλάσια
διπλασιαζόντων
διπλασιάζω
  • Meaning: to double, duplicate
  • Forms:
    • διπλασίασον Verb: Aor Act Imperative 2nd Sing
    • διπλασιαζόντων Part: Pres Act Gen Plur Neut
διπλασιασμόν
διπλασιασμός
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • act of doubling
    • duplication
διπλασίασον
διπλασίονα
διπλασίονος
διπλάσιος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: twofold, double, twice as much as, twice as many as
  • Forms:
διπλασίων
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: duplicate
  • Forms:
    • διπλασίονα
      • Adj: Acc Sing Masc/Fem
      • Adj: Nom/Acc/Voc Plur Neut
    • διπλασίονος Adj: Gen Sing MF
διπλῆ
διπλῇ
διπλῆς
διπλοΐδα
διπλοΐδι
διπλοΐδος
διπλοΐς, διπλοῖς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • a double cloak (a special garment worn by the Cynics)
    • double
  • Forms:
Feminine
 SingularPlural
NOMδιπλοΐςδιπλοΐδες
GENδιπλοΐδοςδιπλοΐδων
DATδιπλοΐδιδιπλοΐσι(ν)
ACCδιπλοΐδαδιπλοΐδας
VOCδιπλοΐδιπλοΐδες
διπλοκαρδία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: duplicity, double-heartedness, having two allegiances
  • Forms:
διπλότερον
διπλότερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of διπλοῦς
  • Meaning: more double
διπλοῦν
διπλοῦς
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Note: For comparative, see διπλότερος
  • Meaning: double, twofold more; twofold
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιπλοῦςδιπλῆδιπλοῦν
GENδιπλοῦδιπλῆςδιπλοῦ
DATδιπλῷδιπλῇδιπλῷ
ACCδιπλοῦνδιπλῆνδιπλοῦν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMδιπλοῖδιπλαῖδιπλᾶ
GENδιπλῶν
DATδιπλοῖςδιπλαῖςδιπλοῖς
ACCδιπλοῦςδιπλᾶςδιπλᾶ
διπλοῖ
διπλόω
  • Meaning: to double, pay double, render two-fold
  • Forms:
    • διπλώσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
διπλῷ
διπλώσατε
  • Parse: Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
  • Root: διπλόω