ευζ-
ε
εα-
εβ
εγ
εδ
εζ
εθ
ει
εκ
ελ
εμ
εν
εξ
εο
επ
ερ
εσ
ετ
ευ
ευα-
ευβ-
ευγ-
ευδ-
ευε-
ευζω-
ευη-
ευθ-
ευι-
ευκ-
ευλ-
ευμ-
ευν-
ευξ-
ευο-
ευπ-
ευρ-
ευσ-
ευτ-
ευφ-
ευχ-
ευψ-
ευω-
εφ
εχ
εψ
εω
εὔζωνοι
Parse:
Adj: Nom Plur Masc/Fem
Root:
εὔζωνος
εὔζωνος
Parse:
Adj: Nom Sing Masc/Fem
Meaning:
well-equipped, well-girdled
Concord:
NT:
_
LXX:
Josh 1:14; 4:13
Apocrypha:
Sirach 36:26
Apostolic Fathers:
_
Forms:
εὐζώνῳ
Parse:
Adj: Dat Sing MFN
Root:
εὔζωνος