- avaricious
-
- φιλάργυρος
- φιλαργυρέω
- Also see non-avaricious
- avert
-
- παραφέρω
- ἀποτρέπω
- avert evil by
- ἀποτροπιάζω
- avert from
- μετατίθημι
- avoid
-
- ἀποτρέπω
- ἀποφεύγω
- ἐκκλίνω
- ἐκτρέπω
- ἐκφεύγω
- κερδαίνω
- παραιτέομαι
- παραιτέω
- περιΐστημι
- στέλλω
- ὑποστέλλω
- φεύγω
- φυλάσσω
- go around to avoid contact
- περιΐστημι
- avoid wholly
- διατηρέω
- avoided
-
- easily avoided
- εὐπερίστατος