- abundantly
-
- ἀφθόνως
- κατακάρπως
- πλουσίως
- πολυτελῶς
- ῥύδην
- super abundantly
- ὑπερπερισσῶς
- abuse
-
- διαλοιδόρησις
- ἐπηρεάζω
- ἐπήρεια
- κακηγορέω
- κακίζω
- κακολογέω
- κατατείνω
- καταχράομαι
- λοιδορέω
- λοιδόρησις
- λοιδορία
- παραχράομαι
- ὑβρίζω
- abuse (someone)
- ἐμπαίζω
- abuse boys
- παιδοφθορέω
- to be abused
- ὑβρίζω